Χρόνο με το χρόνο θα ζητωκραυγάζεις τον έναν αφέντη μετά τον άλλον. Δε θα ακούς το κλαψούρισμα των νηπίων σου, τα βογκητά των εφήβων σου, τους καταπιεσμένους πόθους των ανδρόγυνων. Ακόμη κι αν τα ακούς, θα τα απορρίπτεις ως εκφράσεις του μικροαστικού ατομικισμού. Για αιώνες θα συνεχίσεις τις εκατόμβες αντί να διαφυλάττεις τη ζωή, πεπεισμένος πως με τη βοήθεια του δήμιου χτίζεις την ελευθερία σου. Μέρα με τη μέρα, χρόνο με το χρόνο θα βρίσκεσαι βουτηγμένος στη λάσπη μέχρι τα μπούνια. Επί αιώνες θα συνωστίζεσαι ν' ακούς τον κάθε φαφλατά, θα 'χεις τα λόγια του ευαγγέλιο και θα υποκύπτεις στη σατανική γοητεία του. Στο κάλεσμα της ίδιας σου της ζωής θα κωφεύεις και θα εθελοτυφλείς. Φοβάσαι τη ζωή, ανθρωπάκο, τη φοβάσαι θανάσιμα. Κάνεις τα αδύνατα δυνατά να τη στραγγαλίσεις, πιστεύοντας ότι θεμελιώνεις το «σοσιαλισμό», το «κράτος», το «έθνος» ή «τη δόξα του Ύψιστου». Δε θα ξέρεις, δε θα θέλεις να ξέρεις ότι εκείνο που θεμελιώνεις πραγματικά είναι η δυστυχία σου, ότι δεν καταλαβαίνεις τα παιδιά σου, ότι τους τσακίζεις τη ραχοκοκαλιά πριν προλάβουν να ορθώσουν ανάστημα, ότι κλέβεις τον έρωτα, ότι η απληστία σου στο κυνήγι του χρήματος καταντάει μανία, ότι είσαι αρχομανής, ότι έχεις σκύλο επειδή θέλεις, σώνει και καλά, να 'σαι «αφεντικό», θα επαναλαμβάνεις τα ίδια λάθη, αιώνα τον αιώνα, μέχρι εσύ κι η ράτσα σου να εξολοθρευτείτε μαζικά, θύματα της παγκόσμιας κοινωνικής εξαθλίωσης, μέχρι η φρίκη της ύπαρξης σου να ανάψει μέσα σου την πρώτη αδύναμη σπίθα αυτογνωσίας. Ύστερα, βήμα το βήμα, οδεύοντας στα τυφλά και με μεγάλη προσοχή, θα μάθεις να αναζητάς και να αναγνωρίζεις το φίλο σου, τον άνθρωπο της αγάπης, του έργου και της γνώσης. Θα μάθεις τότε να τον καταλαβαίνεις, να τον σέβεσαι και να τον τιμάς.