Δεκαετία του '60. Στην Τούμπα που γεννήθηκα και μεγάλωσα άλλα και σε άλλες γειτονιές το ίδιο ήταν, όλα flat.
Tα σπίτια όλα σχεδόν ίδια έξω αλλά και μέσα.
Ένα ντιβάνι, ένα τραπέζι και ψάθινες χρωματιστές καρέκλες, και στρωμένες κουρελούδες κάτω. Οι περισσότεροι εργάτες και το να είσαι μπακάλης, χασάπης, γαλατάς, κουρέας, λογαριζόσαι στους ευκατάστατους.
Τα ρούχα μας καθαρά αλλά φτωχικά, τριμμένα, φορεμένα για δεύτερη και τρίτη φορά απ τα αδέλφια. Παντελόνια με δυό μπαλώματα στα γόνατα και στο πωπό.
Οι λέξεις διακοπές, ταβέρνα, διασκέδαση δεν υπάρχουν στο λεξιλόγιο ακόμη. Η μόνη έξοδος στο τοπικό σινεμά κατά προτίμηση Τετάρτη η Παρασκευή που έχει λαικές τιμές.
Στα σπίτια ούτε καν ραδιόφωνο, μόνο οι "πλούσιοι" διαθέτουν.
Τα βράδυα παιρνούν γύρω απ το μαγκάλι, διαβάζοντας ιστορίες από μεταχειρισμενα "ρομάντζα" και "θησαυρούς", που τα παίρνουμε απ τον μπακάλη που τα χει για περιτύλιγμα. Τα ψώνια φτωχικά, ανάλογα με το μεροκάματο.
Με το χωνί και τα δράμια, τα καθημερινά εφόδια, λίγο ρύζι, αλεύρι, φασόλια, φακή.
Κρέας αν υπάρχει μόνο κάθε Κυριακή.
Θα μπορούσα να γράφω σελίδες αλλά σταματώ εδώ.
Τα χρόνια παιρνούν, σπουδάζουμε την δεκαετία του '70 και αρχίζουμε μια καλύτερη αλλά συγκρατημένη ζωή, λίγα περισσότερα ρούχα, καμμιά ρετζίνα με γαυράκι και σαρδέλα στα κάρβουνα, καμμιά ντίσκο, παρτάκια με χύμα βερμούτ και φυστίκια.
Ξαφνικά γίνεται το ξέσπασμα της δεκαετίας του '80, αναπτυσόμαστε περισσότερο, βρίσκεις σχετικά εύκολα δουλειά στο δημόσιο η σε ιδιώτη, περισσότερο διασκέδαση, αντιπαροχή, αγορά ακινήτων, εκδρομούλες αλλά και διακοπές
Αρχίζουμε να αγοράζουμε στερεοφωνικά και άλλα καλούδια.
Στην δεκαετία του '90, αρχίζουμε και αλλάζουμε τα λάντα, τα φιατ 127, τα έσκορτ 1100, τα καντετ 1.0 και 1,2 με μεγαλύτερα και γρηγορότερα.
Μπαίνουμε στο λούκι και αρχίζουμε να ξοδεύουμε περισσότερα απ όσα βγάζουμε.
Χάνουμε το μέτρο, και προσπαθούμε να μπει ο ένας στο μάτι του άλλου.
Φτάνει η χρυσή εποχή του χρηματιστηρίου, μπαίνουμε στο 2000 κι εκεί πλέον έχουμε χάσει το παιχνίδι.
Παίρνεις δάνεια όσα θέλεις, τσιπούρες 2500 μέχρι 5000 κυβ. εξοχικά, διακοποδάνεια και διακοπές στο εξωτερικό, μέχρι που φτάνουμε στο μπαμ των ημερών μας.
Αν σε κάτι φταίει η γεννιά μου, δεν μιλώ για τα λαμόγια, αλλά για την πλειονότητα, είναι πως απ την ανέχεια και την στέρηση την δική μας πέσαμε στον άκρατο καταναλωτισμό, συμπασύροντας και τα παιδιά μας, στηριζόμενοι στο σλόγκαν να μη στερηθούν αυτά που στερηθήκαμε εμείς.
Εθελοτυφλώντας, δεν βλέπαμε το που πάμε σε μια χώρα που δεν παράγει τίποτα, που όλοι ψάχνουν την αρπαχτη, έχοντας και πρώτυπο τους πολιτικούς που ίδιοι εκλέγουμε.
Αντε οι μεγαλύτεροι θα προσαρμοστούμε, θα θυμηθούμε τια παλιές εποχές.
Τα νέα παιδιά σκέφτομαι, την ανεργία, το αβέβαιο μέλλον για να το πώ αισιόδοξα, το ότι έχουν συνηθίσει σε μιάζωή που εκ των πραγμάτων, φαίνεται να κάνει τούμπα.









Ζήσε το σήμερα. Για το αύριο δεν ξέρεις.
Απάντηση με παράθεση
