Οδύσσεια για ένα 124
Ο όμοιος τον όμοιο κάνουνε παρέα, λένε στα καφενεία οι παππούδες και ως συνήθως, έχουν δίκιο. Έχω κι εγώ ένα φίλο, κάτοχο ενός ερειπωμένου 124, το οποίο πέρασε τα πρώτα 26 χρόνια της ζωής του στο γκαράζ ενός σοβαρού οικογενειάρχη, που ολημερίς το γυάλιζε και το κέρωνε. Μέχρις ότου η άδικη μοίρα το έφερε στα βάρβαρα χέρια του Νίκου, ο οποίος ασελγεί επάνω του κατά συρροήν, κατά σύστασιν και κατ' εξακολούθησιν. Αφού λοιπόν, κατέστρεψε το αυθεντικό μοτέρ που στοργικά υπηρετούσε το μικρό FIAT από το 1970, έβαλε ένα χιλιοπεντακοσάρη κινητήρα LADA, προσωρινά, "μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε". Έκτοτε και ύστερα από ποικίλες δοκιμασίες, όπως weekend στο Autodromo di Megara χωρίς αύριο και ανάβαση Υμητού από το χώμα χωρίς λόγο, το 124 εξακολουθούσε να παίρνει μπρος με την πρώτη μιζιά, να κρατάει ρελαντί ακόμη και όταν κάτι βίδες που λασκάρανε από τα κοπανήματα στην υπερειδική της Αναβύσσου πέφτανε μέσα στο ρωσικό καρμπυρατέρ και τις βγάζαμε με μυτοτσίμπιδα. Μέχρι που μια μέρα, κάπου μεταξύ Κορωπίου και Βάρης, οι βαλβίδες αποφάσισαν να συνάψουν στενές σχέσεις με τα πιστόνια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν χωριστά και καρφώθηκαν όλες μαζί επάνω τους.
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα ταιριάζαμε έναν κινητήρα από integrale, κλασικός bialbero θα είναι, μπαίνει. Στο δεύτερο τελάρο ντόνατς, έπεσε στο τραπέζι η μεγάλη ιδέα: LadaGrale. Ως γνωστόν, στα 124ειδή τα πάντα είναι εναλλάξιμα από τα διάφορα μοντέλα της Fiat, Lada, Seat κλπ, θα βάζαμε λοιπόν τη μετάδοση από το Niva και θα αποκτούσαμε το μοναδικό 124 turbo 16V 4x4 σε αυτή τη μεριά του γαλαξία.
Και εκεί που ετοιμαζόμασταν να πάρουμε πριόνια και τροχούς για να σφάξουμε το ταλαίπωρο φιατάκι, μας κατέλαβε μια πρωτοφανής κρίση λογικής και εγκράτειας και στραφήκαμε στην πιο εφικτή λύση, την τοποθέτηση ενός δίλιτρου Mirafiori. Πήραμε λοιπόν σβάρνα τα παλιατζίδικα, πέσανε και τα σχετικά τηλέφωνα και εν τέλει η σωτηρία φάνηκε να έρχεται από άλλον φίλο, τον Πάνο, κάτοχο ενός 131 σε κατάσταση αποσύνθεσης. Είχε μείνει από διαφορικό κάπου στην Πελοπόννησο εδώ και μήνες. Όμως φόραγε δίλιτρο και διπλά και καλό καπάκι, αντίγραφο από το αγωνιάρικο Ritmo ενός τρίτου φίλου, σπέσιαλ παραγγελία στην Alquati στα όρια του Group A. Και είχε και πεντάρι σαζμάν Abarth με τις σωστές σχέσεις. Μόνο αυτά αξίζανε από το σάπιο κουφάρι, μόνο αυτά θα ήθελε και ο Νίκος για το δικό του, και η μέρα που το μαύρο 131 θα μεταμόσχευε τα ζωτικά του όργανα στο πράσινο 124 πλησίαζε.
Έπρεπε βέβαια να φτάσουν κάπως τα πράγματα στην Αθήνα. Αντί λοιπόν της απλής μεθόδου, που θα ήταν να κατέβαιναν μοτέρ-κιβώτιο στο Κιάτο, να τα φορτώναμε και να τα πηγαίναμε στο 124, οι φίλοι μου θεώρησαν πιο λογικό να μεταφέρουμε στο Κιάτο ένα υγιές διαφορικό και όταν το περνούσε ο τοπικός μάστορας στο 131, θα το οδηγούσαμε στο σημείο που θα λάβαινε χώρα η επέμβαση. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, συμφώνησα ότι ήταν μια καλή ιδέα και αποφασίσαμε να πεταχτούμε το επόμενο απόγευμα.
Κοτσάραμε λοιόν την μπαγκαζιέρα στο οικογενειακό Punto του Νίκου, πετάξαμε μέσα ένα διαφορικό από Polski 1600 (της ίδιας οικογενείας είναι, ταιριάζει) και τρία-τέσσερα λάστιχα για να μην κοπανάνε τα σίδερα και ξεκινήσαμε. Η ώρα ήταν πέντε, υπολογίζαμε ότι στις εννιά θα είχαμε γυρίσει.
Σιγά μην ήταν τόσο απλό, βέβαια. Κατ' αρχήν, έβρισκε το λάστιχο της μπαγκαζιέρας στο φτερό και λίγο-λίγο σκίστηκε. Ύστερα βγήκανε τα λινά και τριβόντουσαν επάνω του, κάνοντας φοβερό σαματά και έτσι μετά τον Ασπρόπυργο σταματήσαμε. Ο φίλος μου, σε μια έκρηξη πνεύματος, ξεφούσκωσε το λάστιχο, για να μην ακουμπάει. Μάλλον όμως το παράκανε, αφού μόλις εδέησε να αφήσει τη βαλβίδα, ούτε πέντε λίμπρες αέρα δεν είχαν απομείνει μέσα, αποκτήσαμε έτσι μια ακόμα βλάβη.
Μην ανησυχείς, μου είπε, έχω ηλεκτρική τρόμπα, τη συνδέεις στον αναπτήρα και το φουσκώνει μόνη της. Έλα όμως που η τρόμπα δεν έφτανε μέχρι την μπαγκαζιέρα. Τρόμπα χειρός δεν είχαμε, να ξεκοτσάρουμε βαριόμασταν και σαν δίδυμο Ποντίων συνεχίσαμε εν μέσω μιας μοναδικής κακοφωνικής συμφωνίας από τα αδιάκοπα μαστιγώματα των λινών στο φτερό.
Από το κοπάνημα σύντομα ξεπριτσινώθηκε το φτερό, και με κρότο πετάχτηκε και χάθηκε στο βάθος, μετά την πρώτη γερή αριστερή της Κακιάς σκάλας. Σταματήσαμε να επιθεωρήσουμε τη ζημιά και καταλήξαμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να βγάλουμε και το αριστερό φτερό γιατί έτσι μονόπαντο φαινόταν άσχημο, η εικαστική άποψη μας μάρανε τρομάρα μας.
Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε ο θόρυβος δυνάμωνε, το κράτημα γινόταν χειρότερο από Cortina με λιωμένα σινεμπλόκ και ουζαρισμένα πίσω αμορτισέρ (εάν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό), μέχρι που το λάστιχο σχίστηκε στη μέση και μείναμε με τη ζάντα.
Σφυρίζοντας, δήθεν αδιάφορα, βάζουμε το γρύλλο στη μπαγκαζιέρα αλλά ήταν θεόψηλη και δεν έφτανε να τη σηκώσει. Χώνουμε και τα διάφορα λάστιχα που κουβαλάγαμε από κάτω, τσιμεντόλιθους και λοιπά αξεσουάρ από τα παρακείμενα μπάζα στην άκρη του δρόμου, τη σηκώσαμε τελικά. Υπήρχε βεβαίως μια μικρή διαφορά στο καρέ της ρεζέρβας ανάγκης του Punto και της πλήμνης της μπαγκαζιέρας, όμως με δυο κλοτσιές όλα γίνονται.
Λίγο αργότερα, μεσ' στη μαυρίλα και στην κούραση, φτάσαμε στο Κιάτο, όπου εγκαταλείχαμε το διαφορικό στο χωράφι που σάπιζε το 131, ώστε να το βρεί την άλλη μέρα ο μάστορας και να το μοντάρει. Στις δυο η ώρα τη νύχτα ήμουν σπίτι, ούτε οχτώ ώρες δεν μας πήρε.
Μια εβδομάδα μετά ετοιμάστηκε το Fiat, πήγαμε κι εμείς να το μαζέψουμε. Παρατημένο σε κάτι αγρούς, του λείπαμε φώτα, μάσκα και προφυλακτήρας, με το φως της μέρας φαινότανε πιο άθλιο από ότι στο σκοτάδι. Βεβαίως και δεν έπαιρνε μπροστά. Σπρωχτό αποφασίζουμε, μπαίνω μέσα εγώ ο έξυπνος, με σπρώχνουν οι άλλοι, δευτέρα αρπάζει, γκάζι να μη σβήσει και ευθεία στο χωματόδρομο, τρίτη, μια χαρά πάει το μοτέρ σκέφτομαι και φτάνω στη διασταύρωση με το κεντρικό δρόμο. Πατάω το φρένο και το πεντάλ κάνει ένα "φαπ" και μένει στο πάτωμα. Τραβάω το χειρόφρενο, ξεριζώνεται και μου μένει στο χέρι, οπότε βρίσκομαι με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, στα τυφλά, να κάνω Froggie διασχίζοντας τον κεντρικό. Αποφεύγω μια Corolla που πλησίαζε απειλητικά και, όπως προσπαθώ να γυρίσω επί τόπου χωρίς να σβήσει και χωρίς να εμβολίσω μια σταθμευμένη μπετονιέρα, μουριάζει και φεύγω γραμμή για το χαντάκι. Καρφώνω πρώτη για να κόψει, φρενάρει μεν, αλλά σβουρίζει, σβήνει και σταματάω με το πορτ μπαγκάζ πάνω από το γκρεμό και τους πίσω τροχούς έτοιμους να το ακολουθήσουν.
Βγήκα αργά-αργά έξω μην το ανησυχήσω και έρθει τούμπα, και, βρίζοντας, περπάτησα πίσω που περίμεναν οι άλλοι. Τελικά το βάλαμε μπροστά, αλλά οι φίλοι μου δεν τα βρήκανε στον τρόπο μεταφοράς του, καθότι ουδείς δεν ήθελε να οδηγήσει αυτό το πράγμα μέχρι την Αθήνα, είπαν να το αφήσουμε γι' άλλη φορά και η συμφωνία χάλασε.
Στους μήνες που πέρασαν από τότε, πολλά άλλαξαν. Ο Νίκος βρέθηκε να φυλάει τα ανατολικά μας σύνορα και ο Πάνος απέκτησε σχιστά μάτια και κιτρινωπή απόχρωση για χάρη ενός Miata. To επικό 124 ξαναζεί με άλλο δίλιτρο κινητήρα που αγοράστηκε αντί 60.000 δραχμών και δώρο δυο όρθια 40αρια και ηλεκτρικό βεντιλατέρ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το υπάρχον διαφορικό άρχισε ήδη να κοπανάει, οπότε με βλέπω στην επόμενη άδεια του ιδιοκτήτη να τρέχουμε πάλι κάποια νύχτα στην Κορινθία να ξηλώνουμε το πολωνέζικο. Εκτός, και αν έχω προλάβει να πάω κι εγώ φαντάρος στο μεταξύ και τη γλιτώσω.










Απάντηση με παράθεση


