-
Happiness is a warm gun
Eίναι Παρασκευή απόγευμα, βρέχει ασταμάτητα, η εθνική έχει κίνηση, νυχτώνει, τα φώτα μου είναι αρρύθμιστα και δεν έχω καθαριστήρες. Ρυμουλκώ για πρώτη φορά στη ζωή μου τρέιλερ, και το προηγούμενο βράδυ κάποιος μου έσπασε τον πλαϊνό καθρέφτη του αυτοκινήτου κι έτσι δεν βλέπω τίποτα προς ία πίσω. Έχω ξυπνήσει από τις πέντε το πρωί, θα έπρεπε να είμαι πολύ κουρασμένος και εκνευρισμένος, όμως, όχι μόνο δεν έχω νεύρα, αλλά είμαι χαρούμενος, είμαι ευτυχισμένος.
Είμαι ευτυχισμένος γιατί η ευτυχία είναι μία πρωτίστως διανοητική κατάσταση. Δεν εξαρτάται από τα πράγματα. Εξαρτάται από εσένα τον ίδιο. Είσαι ευτυχής όταν το αποφασίσεις. Εγώ εκείνη τη μέρα βρισκόμουν ύστερα από πολύ καιρό ξανά στο δρόμο, στον ανοιχτό δρόμο, οδηγώντας. Ήμουν ευτυχισμένος και η ευτυχία σου δίνει δύναμη, αφού η ευτυχία είναι ένα ζεστό όπλο, όπως τραγουδούσαν οι ποιητές του Λίβερπουλ. Οδηγούσα στη φθινοπωρινή ύπαιθρο και μικρές λεπτομέρειες σαν κι αυτές δεν ήταν ικανές να με προβληματίσουν.
Σκέφτομαι πόσες φορές έχω ψάξει to ιδανικό αυτοκίνητο για την ιδανική διαδρομή, πόσο χρόνο, χρήμα και όνειρο -πάνω απ' όλα- έχω ξοδέψει για να φέρω τα πράγματα στα μέτρα μου και πόσο εύκολο είναι στ' αλήθεια να είσαι ευτυχισμένος στο τιμόνι. Κι αυτό, γιατί ο κύριος λόγος που είσαι ευτυχισμένος είναι ακριβώς αυτός: ότι βρίσκεσαι στο τιμόνι.
Σίγουρα η ανάβαση του Αχλαδόκαμπου με μία Countach, τα περάσματα της Κακιάς Σκάλας με μία MV Agusta, είναι κάτι διαφορετικό από τη ρυμούλκηση τρέιλερ με ένα κουρασμένο χιλιοπεντακοσάρι δεκαπενταετίας, με τις συνθήκες που ταξίδευα εκείνη την ώρα. Όμως, η διαφορά δεν είναι τόσο μεγάλη, όσο συχνά αφήνουμε τον εαυτό μας να πιστεύει. Η ελεύθερη οδήγηση στους άδειους δρόμους είναι η τούρτα, το είδος του οχήματος και η ποιότητα της διαδρομής είναι απλώς το κερασάκι. Αυτό δεν μειώνει την αξία που έχει το κερασάκι, για όλους όσους αντιλαμβάνονται τη διαφορά ανάμεσα στο ρήμα «οδηγώ» και στο ρήμα «μετακινούμαι. Το κερασάκι αξίζει και για χάρη του γίνονται όλες εκείνες οι αμαρτωλές υπερβολές που μας πηγαίνουν και πάλι στο ατέρμονο ψάξιμο του ιδεατού. Αναμφίβολα το κερασάκι έχει τη δική του μοναδική γλύκα, είναι όμως λάθος να στερούμε τους εαυτούς μας από την απόλαυση της γεύσης της τούρτας.
Κάπως έτσι το ταξίδι στο χωριό, για να φορτώσω τη βάρκα μου στο τρέιλερ και να τη φέρω πίσω στην Αθήνα για να ξεχειμώνιασει είχε μεταβληθεί από φαινομενική αγγαρεία, σε μία εξαιρετική εμπειρία.
Έφτασα στο σπίτι αργά το βράδυ και άναψα τη σόμπα να ζεστάνει, γιατί έμενε κλειστό από το καλοκαίρι και ήταν παγωμένο. Έριξα μια ματιά στη μικρή κόκκινη βάρκα, που έστεκε παρατημένη στην αυλή, και ξεκοτσάρισα το τρέιλερ για να είμαι έτοιμος για πρωινή βόλτα χωρίς το έρμα. Με τον ήχο της θάλασσας γιο συντροφιά, τυλίχτηκα στις κουβέρτες και σε λίγη ώρα είχα αποκοιμηθεί
Ξύπνησα γύρω στις εννιά, η βροχή είχε σταματήσει, από το παράθυρο φαινόταν γκρίζος ο ουρανός, μα έμοιαζε να καθαρίζει στο βάθος. Έφυγα λοιπόν για μια βόλτα γύρω στα βουνά. Χάθηκα σε δασικούς δρόμους σκεπασμένος από τα πλατάνια που έριχναν τα φύλλα τους στο χώμα. Φύλλα κόκκινα που σηκώνονταν στον αέρα καθώς περνούσα, αιωρούνταν για λίγο και ύστερα ξαναέπεφταν πάλι στη γη. Κοντά στα πλατάνια οι ελαιώνες, οι ελιές με εκείνη την απίστευτη διχρωμία ασημί και πρασίνου, και ο αέρας βουνίσιος, κρύος, να κατεβαίνει από τις κορφές με τα μαυρόπευκα και τα έλατα, οι καμινάδες να καπνίζουν στα χωριά. Και ανάμεσα τους εγώ, να οδηγάω με ένα χαμόγελο που έφτανε έως τον ουρανό, άλλοτε γρήγορα, με ήχο από το σπινάρισμα στις εξόδους των στροφών να νικά τη βουή του αέρα, και άλλοτε αργά, ρολάροντας με νεκρά μην ενοχλήσω τη γιαγιά που γύριζε από το χωράφι μαζί με το γαϊδουράκι της.
Πέρασα πολλή ώρα εκεί πάνω, κι μόνο αφού έγραψα καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα στα βουνά, γύρισα πίσω στο χωριό και πήγα να βρω τους παλιούς φίλους στο καφενείο. Με τάβλι, καφέ και κουβέντες για σμέρνες, τόνους και ξιφίες, πέρασε η ώρα και έφτασε η στιγμή για τα τσίπουρα. Περπατήσαμε ως το κοντινό λιμανάκι, και μπήκαμε σΆ ένα μικρό ταβερνείο δίπλα στην προβλήτα. Εκεί κατεβάσαμε κάτι διπλά τσίπουρα μαζί με φρέσκα μπακαλιαράκια, γαρίδες, και καραβίδες, με το κύμα να σκάει στα τζάμια και να νομίζεις ότι το αντιμάμαλο θα φέρει όλο το Αιγαίο μέσα στο μικρό δωματιάκι με τη ξυλόσομπα. Και ύστερα πήγαμε στο σπίτι του φίλου μου, η γυναίκα του είχε ετοιμάσει σπετζοφάι. Για συνοδεία ήπιαμε μερικά ποτηράκια από το κόκκινο κρασί που ακόμη ωρίμαζε στο βαρέλι, και ήταν θολό, βαρύ και γλυκό, και έτσι πέρασε το πρωινό και το μεσημέρι μου, πρώτο Σάββατου του Νοεμβρίου, στη μαγική ελληνική επαρχία.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Οδύσσεια για ένα 124
Ο όμοιος τον όμοιο κάνουνε παρέα, λένε στα καφενεία οι παππούδες και ως συνήθως, έχουν δίκιο. Έχω κι εγώ ένα φίλο, κάτοχο ενός ερειπωμένου 124, το οποίο πέρασε τα πρώτα 26 χρόνια της ζωής του στο γκαράζ ενός σοβαρού οικογενειάρχη, που ολημερίς το γυάλιζε και το κέρωνε. Μέχρις ότου η άδικη μοίρα το έφερε στα βάρβαρα χέρια του Νίκου, ο οποίος ασελγεί επάνω του κατά συρροήν, κατά σύστασιν και κατ' εξακολούθησιν. Αφού λοιπόν, κατέστρεψε το αυθεντικό μοτέρ που στοργικά υπηρετούσε το μικρό FIAT από το 1970, έβαλε ένα χιλιοπεντακοσάρη κινητήρα LADA, προσωρινά, "μέχρι να δούμε τι θα κάνουμε". Έκτοτε και ύστερα από ποικίλες δοκιμασίες, όπως weekend στο Autodromo di Megara χωρίς αύριο και ανάβαση Υμητού από το χώμα χωρίς λόγο, το 124 εξακολουθούσε να παίρνει μπρος με την πρώτη μιζιά, να κρατάει ρελαντί ακόμη και όταν κάτι βίδες που λασκάρανε από τα κοπανήματα στην υπερειδική της Αναβύσσου πέφτανε μέσα στο ρωσικό καρμπυρατέρ και τις βγάζαμε με μυτοτσίμπιδα. Μέχρι που μια μέρα, κάπου μεταξύ Κορωπίου και Βάρης, οι βαλβίδες αποφάσισαν να συνάψουν στενές σχέσεις με τα πιστόνια, ύστερα από τόσα χρόνια που πέρασαν χωριστά και καρφώθηκαν όλες μαζί επάνω τους.
Ο επόμενος καφές, συνοδεία μιας ντουζίνας ντόνατς με κρέμα Μπαβαρουάζ στη Γλυφάδα, ξεκίνησε με μεγαλεπήβολα σχέδια. Θα ταιριάζαμε έναν κινητήρα από integrale, κλασικός bialbero θα είναι, μπαίνει. Στο δεύτερο τελάρο ντόνατς, έπεσε στο τραπέζι η μεγάλη ιδέα: LadaGrale. Ως γνωστόν, στα 124ειδή τα πάντα είναι εναλλάξιμα από τα διάφορα μοντέλα της Fiat, Lada, Seat κλπ, θα βάζαμε λοιπόν τη μετάδοση από το Niva και θα αποκτούσαμε το μοναδικό 124 turbo 16V 4x4 σε αυτή τη μεριά του γαλαξία.
Και εκεί που ετοιμαζόμασταν να πάρουμε πριόνια και τροχούς για να σφάξουμε το ταλαίπωρο φιατάκι, μας κατέλαβε μια πρωτοφανής κρίση λογικής και εγκράτειας και στραφήκαμε στην πιο εφικτή λύση, την τοποθέτηση ενός δίλιτρου Mirafiori. Πήραμε λοιπόν σβάρνα τα παλιατζίδικα, πέσανε και τα σχετικά τηλέφωνα και εν τέλει η σωτηρία φάνηκε να έρχεται από άλλον φίλο, τον Πάνο, κάτοχο ενός 131 σε κατάσταση αποσύνθεσης. Είχε μείνει από διαφορικό κάπου στην Πελοπόννησο εδώ και μήνες. Όμως φόραγε δίλιτρο και διπλά και καλό καπάκι, αντίγραφο από το αγωνιάρικο Ritmo ενός τρίτου φίλου, σπέσιαλ παραγγελία στην Alquati στα όρια του Group A. Και είχε και πεντάρι σαζμάν Abarth με τις σωστές σχέσεις. Μόνο αυτά αξίζανε από το σάπιο κουφάρι, μόνο αυτά θα ήθελε και ο Νίκος για το δικό του, και η μέρα που το μαύρο 131 θα μεταμόσχευε τα ζωτικά του όργανα στο πράσινο 124 πλησίαζε.
Έπρεπε βέβαια να φτάσουν κάπως τα πράγματα στην Αθήνα. Αντί λοιπόν της απλής μεθόδου, που θα ήταν να κατέβαιναν μοτέρ-κιβώτιο στο Κιάτο, να τα φορτώναμε και να τα πηγαίναμε στο 124, οι φίλοι μου θεώρησαν πιο λογικό να μεταφέρουμε στο Κιάτο ένα υγιές διαφορικό και όταν το περνούσε ο τοπικός μάστορας στο 131, θα το οδηγούσαμε στο σημείο που θα λάβαινε χώρα η επέμβαση. Χωρίς να καταλάβω το γιατί, συμφώνησα ότι ήταν μια καλή ιδέα και αποφασίσαμε να πεταχτούμε το επόμενο απόγευμα.
Κοτσάραμε λοιόν την μπαγκαζιέρα στο οικογενειακό Punto του Νίκου, πετάξαμε μέσα ένα διαφορικό από Polski 1600 (της ίδιας οικογενείας είναι, ταιριάζει) και τρία-τέσσερα λάστιχα για να μην κοπανάνε τα σίδερα και ξεκινήσαμε. Η ώρα ήταν πέντε, υπολογίζαμε ότι στις εννιά θα είχαμε γυρίσει.
Σιγά μην ήταν τόσο απλό, βέβαια. Κατ' αρχήν, έβρισκε το λάστιχο της μπαγκαζιέρας στο φτερό και λίγο-λίγο σκίστηκε. Ύστερα βγήκανε τα λινά και τριβόντουσαν επάνω του, κάνοντας φοβερό σαματά και έτσι μετά τον Ασπρόπυργο σταματήσαμε. Ο φίλος μου, σε μια έκρηξη πνεύματος, ξεφούσκωσε το λάστιχο, για να μην ακουμπάει. Μάλλον όμως το παράκανε, αφού μόλις εδέησε να αφήσει τη βαλβίδα, ούτε πέντε λίμπρες αέρα δεν είχαν απομείνει μέσα, αποκτήσαμε έτσι μια ακόμα βλάβη.
Μην ανησυχείς, μου είπε, έχω ηλεκτρική τρόμπα, τη συνδέεις στον αναπτήρα και το φουσκώνει μόνη της. Έλα όμως που η τρόμπα δεν έφτανε μέχρι την μπαγκαζιέρα. Τρόμπα χειρός δεν είχαμε, να ξεκοτσάρουμε βαριόμασταν και σαν δίδυμο Ποντίων συνεχίσαμε εν μέσω μιας μοναδικής κακοφωνικής συμφωνίας από τα αδιάκοπα μαστιγώματα των λινών στο φτερό.
Από το κοπάνημα σύντομα ξεπριτσινώθηκε το φτερό, και με κρότο πετάχτηκε και χάθηκε στο βάθος, μετά την πρώτη γερή αριστερή της Κακιάς σκάλας. Σταματήσαμε να επιθεωρήσουμε τη ζημιά και καταλήξαμε ότι αυτό που έπρεπε να κάνουμε ήταν να βγάλουμε και το αριστερό φτερό γιατί έτσι μονόπαντο φαινόταν άσχημο, η εικαστική άποψη μας μάρανε τρομάρα μας.
Δρόμο παίρναμε, δρόμο αφήναμε ο θόρυβος δυνάμωνε, το κράτημα γινόταν χειρότερο από Cortina με λιωμένα σινεμπλόκ και ουζαρισμένα πίσω αμορτισέρ (εάν υπάρχει κάτι χειρότερο από αυτό), μέχρι που το λάστιχο σχίστηκε στη μέση και μείναμε με τη ζάντα.
Σφυρίζοντας, δήθεν αδιάφορα, βάζουμε το γρύλλο στη μπαγκαζιέρα αλλά ήταν θεόψηλη και δεν έφτανε να τη σηκώσει. Χώνουμε και τα διάφορα λάστιχα που κουβαλάγαμε από κάτω, τσιμεντόλιθους και λοιπά αξεσουάρ από τα παρακείμενα μπάζα στην άκρη του δρόμου, τη σηκώσαμε τελικά. Υπήρχε βεβαίως μια μικρή διαφορά στο καρέ της ρεζέρβας ανάγκης του Punto και της πλήμνης της μπαγκαζιέρας, όμως με δυο κλοτσιές όλα γίνονται.
Λίγο αργότερα, μεσ' στη μαυρίλα και στην κούραση, φτάσαμε στο Κιάτο, όπου εγκαταλείχαμε το διαφορικό στο χωράφι που σάπιζε το 131, ώστε να το βρεί την άλλη μέρα ο μάστορας και να το μοντάρει. Στις δυο η ώρα τη νύχτα ήμουν σπίτι, ούτε οχτώ ώρες δεν μας πήρε.
Μια εβδομάδα μετά ετοιμάστηκε το Fiat, πήγαμε κι εμείς να το μαζέψουμε. Παρατημένο σε κάτι αγρούς, του λείπαμε φώτα, μάσκα και προφυλακτήρας, με το φως της μέρας φαινότανε πιο άθλιο από ότι στο σκοτάδι. Βεβαίως και δεν έπαιρνε μπροστά. Σπρωχτό αποφασίζουμε, μπαίνω μέσα εγώ ο έξυπνος, με σπρώχνουν οι άλλοι, δευτέρα αρπάζει, γκάζι να μη σβήσει και ευθεία στο χωματόδρομο, τρίτη, μια χαρά πάει το μοτέρ σκέφτομαι και φτάνω στη διασταύρωση με το κεντρικό δρόμο. Πατάω το φρένο και το πεντάλ κάνει ένα "φαπ" και μένει στο πάτωμα. Τραβάω το χειρόφρενο, ξεριζώνεται και μου μένει στο χέρι, οπότε βρίσκομαι με εξήντα χιλιόμετρα την ώρα, στα τυφλά, να κάνω Froggie διασχίζοντας τον κεντρικό. Αποφεύγω μια Corolla που πλησίαζε απειλητικά και, όπως προσπαθώ να γυρίσω επί τόπου χωρίς να σβήσει και χωρίς να εμβολίσω μια σταθμευμένη μπετονιέρα, μουριάζει και φεύγω γραμμή για το χαντάκι. Καρφώνω πρώτη για να κόψει, φρενάρει μεν, αλλά σβουρίζει, σβήνει και σταματάω με το πορτ μπαγκάζ πάνω από το γκρεμό και τους πίσω τροχούς έτοιμους να το ακολουθήσουν.
Βγήκα αργά-αργά έξω μην το ανησυχήσω και έρθει τούμπα, και, βρίζοντας, περπάτησα πίσω που περίμεναν οι άλλοι. Τελικά το βάλαμε μπροστά, αλλά οι φίλοι μου δεν τα βρήκανε στον τρόπο μεταφοράς του, καθότι ουδείς δεν ήθελε να οδηγήσει αυτό το πράγμα μέχρι την Αθήνα, είπαν να το αφήσουμε γι' άλλη φορά και η συμφωνία χάλασε.
Στους μήνες που πέρασαν από τότε, πολλά άλλαξαν. Ο Νίκος βρέθηκε να φυλάει τα ανατολικά μας σύνορα και ο Πάνος απέκτησε σχιστά μάτια και κιτρινωπή απόχρωση για χάρη ενός Miata. To επικό 124 ξαναζεί με άλλο δίλιτρο κινητήρα που αγοράστηκε αντί 60.000 δραχμών και δώρο δυο όρθια 40αρια και ηλεκτρικό βεντιλατέρ. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι το υπάρχον διαφορικό άρχισε ήδη να κοπανάει, οπότε με βλέπω στην επόμενη άδεια του ιδιοκτήτη να τρέχουμε πάλι κάποια νύχτα στην Κορινθία να ξηλώνουμε το πολωνέζικο. Εκτός, και αν έχω προλάβει να πάω κι εγώ φαντάρος στο μεταξύ και τη γλιτώσω.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Αλλάχ, Αλλάχ
Εκείνο το μεσημέρι με είχαν κρατήσει μια ώρα παραπάνω στο Συνεργείο Επισκευής Φορητού Οπλισμού. 'Όταν λοιπόν πήρα το τζιπ κι έφτασα στο θάλαμο του Κτιρίου Πυρομαχικών, ενός φρικαλέου παραπήγματος στο τέρμα του Ναυστάθμου, η τραπεζαρία ήταν άδεια, όλοι είχαν πέσει για ύπνο. Έριξα μια ματιά στην ανοιχτή τηλεόραση. Δύο ουρανοξύστες καιγόντουσαν, το σήμα του CNN και από κάτω η μπαρέτα έλεγε «Το Κέντρο Παγκοσμίου Εμπορίου Κατέρρευσε».
- Μαλακίες του Χόλιγουντ, μουρμούρισα, βέβαιος ότι έβλεπα πλάνα από κάποιο νέο Mad Max. Προσπέρασα την πόρτα Και πήγα προς το θάλαμο. Έπρεπε να κοιμηθώ γιατί το βράδυ είχα νυχτερινή εξάωρη σκοπιά 2-8 στο φυλάκιο Α.
Ο θάλαμος βρώμαγε, όπως μόνο ένας στρατιωτικός κοιτώνας μπορεί να βρωμάει. Έκανε ζέστη και οι μύγες είχαν στήσει χορό στα σεντόνια. Προτιμώντας την πρώτη από τις δεύτερες, σκεπάστηκα ολόκληρος και προσπάθησα να κοιμηθώ.
Κάποια στιγμή ένας ναύτης όρμηξε στο δωμάτιο ουρλιάζο¬ντας ακατάληπτα.
- Κοιμάμαι, ρε! φώναξα.
I Ξύπνα, έγινε χαμός, επέμενε, πέσανε δυο αεροπλάνα στους Πύργους της Νέας Υόρκης, μάλλον τρομοκράτες.
| Καλά, τραγούδα, είπα και άλλαξα πλευρό.
Σύντομα οι φωνές από την τραπεζαρία δυνάμωσαν τόσο που μόνο ο Κουασιμόδος θα μπορούσε να συνεχίσει τη σιέστα του. Κοίταξα το ρολόι μου, πέντε το απόγευμα, Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου, φόρεσα παντελόνι αγγαρείας, αρβύλες και σύρθηκα έως την τηλεόραση.
Ο ναύτης έλεγε αλήθεια, δεν ήταν Mad Max. Σύντομα απαγορεύτηκε η κυκλοφορία στο Ναύσταθμο, το σύστημα τέθηκε σε επιφυλακή, ανεστάλησαν οι άδειες. Οι μπάρμπα-Μπεν, το ένδοξο σώμα των υπαξιωματικών Π.Ν. ήταν στα όρια του πάρκινσον από τον τρόμο. Το βράδυ ο οπλονόμος μάς έστειλε συγκινημένος -με όση συγκίνηση μπορεί να κρύβει μέσα του ένας ανθύπας- στα φυλάκια. Να προσέχετε παιδιά, ήταν τα λόγια του. Τι να προσέχουμε δηλαδή; Μην έρθουν ορδές από αφιονισμένους μουτζαχεντίν να μας πάρουν τα ΜΙ;
Πέρασα όλη τη βάρδια στο ραδιόφωνο. Ένας κληρούχας έστειλε μήνυμα από το Πεντάγωνο. Είχε βάρδια στην ταράτσα. Του είχαν πει να κοιτάζει τον ουρανό μήπως δει κάτι να έρχεται από ψηλά. Λες κι αν έβλεπε κανέναν πύραυλο θα προλάβαινε κάτι να κάνει. Όμως η εντολή ήταν εντολή. Για μήνες μετά την επίθεση κάποιοι ταλαίπωροι φυλάγανε σκοπιά στην ταράτσα του Γενικού Επιτελείου κοιτώντας τον ουρανό με τα κιάλια.
Όταν έπαψε η επιφυλακή και βγήκα έξω, πήγα για καφέ με φίλους. Ένας από αυτούς πήρε το κινητό μου κι έβαλε τη φάτσα του Οσάμα Μπιν Λάντεν για logo. Φαινόταν μάλλον γελοίο. Το ίδιο τζιν στο τηλέφωνο. Σκουπίζοντάς το, είδε τον γενειοφόρο Σαουδάραβα κι έβαλε τα γέλια. Πιάσαμε την κουβέντα. Βγήκαμε μόλις έκλεισε το μπαρ. Κράτησα το logo.
Πέρασαν μήνες, ήρθε το καλοκαίρι, είχα πια κάνει τον κύκλο μου ως ναύτης. Από το λούμπεν προλεταριάτο των Συνεργείων Επισκευής Φορητού Οπλισμού είχα περάσει στη νομενκλατούρα, ήμουν σεβαστός οδηγός Ναυάρχου. Από δεξίωση σε κοκτέιλ πάρτι και από δείπνο σε χορό πήγαινα. Εκείνο το μεσημέρι γινόταν μια γιορτή στην κατοικία του Αμερικανού πρέσβη. Σύσσωμη η στρατιωτική και πολιτική ηγεσία του τόπου έπρεπε να δώσει το παρών. Σημαιοστόλισα το Mondeo, έβαλα την πινακίδα με τα αστέρια και μέσα στην πυκνή κίνηση της Αθήνας προσπάθησα να φτάσω στον τόπο της εκδήλωσης. Δύσκολο. Κι αυτό γιατί τα μέτρα ασφαλείας ήταν δρακόντεια, όπως λένε στην τηλεόραση οι φερόμενοι ως δημοσιογράφοι. Όλοι οι γύρω δρόμοι είχαν κλείσει, αστυνομία, σφυρίχτρες, πανικός. Έφτασα καθυστερημένα, άφησα
τον προσκεκλημένο στην είσοδο βράδυ η μπαργούμαν, όπως με σέρβιρε, αστόχησε κι έριξε λίγο και πάρκαρα λίγο πιο κάτω.
Αριστερά ήταν η είσοδος για τους επισήμους και από δεξιά υπήρχε ένας μικρός χώρος απ' όπου έμπαιναν οι οδηγοί. Στην πόρτα έδινες το όνομα του καλεσμένου και το δικό σου. Έλεγχαν τον κατάλογο και σε άφηναν να περάσεις. Στάθηκα στην ουρά κι όταν ο προπορευόμενός μου έφτασε στο σημείο ελέγχου πρόσεξα ότι ο φρουρός κρατούσε τα κινητά των οδηγών. Προφανώς για να αποκλειστεί τρομοκρατική επίθεση μέσω ειδοποίησης του τύπου: «Τον βλέπω τώρα, είναι δίπλα στο φοίνικα, κρατά» ένα καναπεδάκι με ροκφόρ στο χέρι».
Δίσταζα να το δώσω. Εάν το έδινα, δεν θα μπορούσε να με ειδοποιήσει ο Ναύαρχος για να φύγουμε. Απ' την άλλη δεν σκόπευα να κάτσω πολύ, κάτι να πιω για ξεδίψασμα ήθελα, άλλωστε με τη λευκή θερινή στολή του κελευστή έκανα μπαμ από μακριά. Αν με ήθελε κάτι θα με έβλεπε.
Μόνο όταν άπλωσα το χέρι μου θυμήθηκα το logo του κινητού. Πάγωσα. Τι θα γινόταν αν ο Αμερικανός πεζοναύτης έβλεπε τον Οσάμα να τον κοιτάζει; Ασφαλώς θα έληγε εκεί η καριέρα του Ναυάρχου, εγώ μπορεί να βρισκόμουν στο Γκουαντάναμο, χώρια ότι το διπλωματικό επεισόδιο μπορεί να έβαζε σε επικίνδυνες σκέψεις τον Μπους Τζούνιορ. Τέντωσα τα δάχτυλά μου για να το κλείσω. Τη στιγμή που η παλάμη του φρουρού ακο¬μπούσε την κεραία, είδα την οθόνη να σβήνει. Ο θεός είναι μεγάλος. Αλλάχ-ου άκμπαρ, όπως θα έλεγαν και οι Ταλιμπάν.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Απέναντι στην Μπάλα
Στην τιμονιέρα της κανονιοφόρου Καρτερία, ο αρχικελευστής Σταματόπουλος είχε σφηνώσει ένα μικρό καθρεφτάκι. Ούτε που το έπιανε το μάτι, όμως εάν το κοιτούσες pροσεκτικά, διέκρινες την ξεθωριασμένη ζωγραφιά ενός πλοίου και από κάτω, με στρογγυλά καλλιγραφικά γράμματα, τη φράση αν δεις καράβι στο βουνό, γυναίκα το έχει σύρει. Κάτι φορές, θυμάμαι τις βάρδιες στη γέφυρα στις περιπολίες ανάμεσα Ρόδο και Κω, μ' όλη την οργή του Ποσειδώνα κατάπλωρα και αυτός να τιμονεϋει σφυρίζοντας. Αν τώρα με έβλεπε οπό μια μεριά να στέκομαι στο πεζοδρόμιο γωνία Φιλελλήνων και Αμαλίας περιμένοντας ταξί, σίγουρα θα γέλαγε μαζί μου.
Και αυτά γιατί ήξερε ότι δεν μπαίνω με τίποτα σε ταξί, ο κόσμος να χαλάσει. Και όμως, ετούτο το βράδυ έψαχνα με το βλέμμα τα αυτοκίνητα, να βρω ένα κίτρινο για να με πάει στο Καβούρι. Το κατσαβίδι στην τσέπη μου μαρτυρούσε γιατί δεν μπορούσα να πάω οδηγώντας. Η πλούσια ανθοδέσμη που κρατούσα στο χέρι μαρτυρούσε με τη σειρά της το αίτιο του ιδεολογικού μου ατοπήματος.
Περίμενα αρκετή ώρα χωρίς αποτέλεσμα, ώσπου κάποια στιγμή σταμάτηοε μπροστά μου μια ρημαγμένη παράγκα, ένα χιλιοτρακαριομένο ερείπιο, που θα με πήγαινε στο πολυπόθητο ραντεβού. Ίσως να ήταν και Βluebird, ίσως πάλι και όχι, ποτέ δεν κατάφερα να ξεχωρίσω τα γιαπωνέζικα σεντάν. Στριμώχτηκα στο σχισμένο κάθισμα και χαιρέτησα τον οδηγό που εκείνη την ώρα άναβε τσιγάρο. Εκείνος ήπιε μια γουλιά από το φραπέ που έστεκε καμαρωτός στην διάφανη, πλαστική, ταπεροειδή αηδία που στηρίζουν οι ταξιτζήδες στο ταμπλό και ρώτησε πού πάμε.
-Στο Καβούρι του είπα, και αν μπορείς κάνε λίγο γρήγορα.
Παρατήρησα ότι φορούσε παντόφλες.
-Μάλιστα, με διαβεβαίωσε και την ίδια στιγμή έβαλε μια κασέτα στο κασετόφωνο. Λίγα δευτερόλεπτα αργότερα περνούσαμε με τρίτη σκασμένη από την αριστερή στην Πύλη του Αδριανού, τα λάστιχα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βγουν από τις ζάντες, το μοτέρ είχε ζαλιστεί από την ταχυστροφία, ο τύπος ήταν ανέκφραστος, αλλά πήγαινε σαν αφιονισμένος.
-Πάμε από Συγγρού, συμφέρει τέτοια ώρα, φώναξε χωρίς να με κοιτάξει, κούμπωσε τετάρτη και πήρε γραμμές για τη δεξιά, ξύνοντας την διαφήμιση πορτοκαλάδας από το πλευρό ενός τρόλεϊ. Τη στιγμή που περνούσε με καραμπινάτο κόκκινο το φανάρι στο ύψος της Φραντζή, συνειδητοποίησα τι έπαιζε η κασέτα. Άργησα να το καταλάβω, γιατί ήταν εξαιρετικά δύσκολο να πιστέψω ότι ο γκαζιάρης ταξιτζής με τις παντόφλες είχε βάλει και έπαιζε καθαρόαιμη τζαζ.
Στα μπασίματα από τις στροφές του Ιπποδρόμου και του Τροκαντερό μέχρι το Ελληνικό, όπως έγερνε το Βluebird χυνόταν
ο καφές, και όπως άλλαζε ταχύτητες ο τύπος φεύγαν οι κάφτρες από το τσιγάρα. Να γιατί όλο το ταμπλό ήταν γεμάτο στάχτες κολλημένες πάνω σε ξεραμένους καφέδες. Κάπως έτσι, υπό τους ήχους των χάλκινων πνευστών και το δραπέτη της λογικής, με το αλλόκοτο βλέμμα των ηρώων του Μπέκετ στα πηδάλια, περάσαμε όπως-όπως τη Γλυφάδα και φτάσαμε στη Βούλα. Ήταν ώρα να του θυμίσω πού πήγαινα.
Δεν πρόλαβα.'ένας θεόρατος σκύλος, κάτι σαν μπαστάρδεμα ροτβάιλερ με ιπποπόταμο, αγνόησε την απουσία διάβασης πεζών και προσπάθησε να διασχίσει το δρόμο. Ο οδηγός άργησε να τον δει, ΣΚΥΛΟΣ, του φώναξα, έπεσε στα φρένα, το Bluebird πήρε αριστερά και έσκασε πάνω στο κτήνος, σαν άλλος Τιτανικός στο παγόβουνο. Το ζώο τινάχτηκε στον αέρα, γκρέμισε το παρμπρίζ ξηλώνοντας το ταξίμετρο μαζί με τη φραπεδιέρα και προσγειώθηκε στο πίσω κάθισμα χωρίς ευτυχώς να πάρει και εμένα μαζί του. Το τράνταγμα ταρακούνησε όλο το αυτοκίνητο, η κασέτα πετάχτηκε έξω από το κασετόφωνο, την κραυγή της κορνέτας διαδέχτηκε από το ραδιόφωνο η νταλκαδιασμένη φωνή του Στέλιου Καζαντζίδη.
To Bluebird ακινητοποιήθηχε στη μέση του δρόμου. Το ψυγείο κάπνιζε, γύρω κυλούσαν τάσια και ένας τεράστιος πληγωμένος σκύλος, που με το ζόρι ανέπνεε, ήταν σωριασμένος μισός στο κάθισμα, μισός στην εταζέρα. Ο είχε λουστεί με καφέδες από τα μαλλιά ως τις παντόφλες, το τασάκι είχε αδειάσει όλο στην κοιλιά του, ενώ στο στήθος του δεκάδες μκρά γυαλάκια έλαμπαν σαν παράσημα Σοβιετικού συνταγματάρχη. Βυθισμένος στον παγωμένο του κόσμο, έμοιαζε να μην είχε καταλάβει τι έγινε. Τίναξα την ανθοδέσμη να πέσουν τα γυαλιά και προσπάθησα να ανοίξω την πόρτα. Τότε εκείνος γύρισε προς το μέρος μου και εγκαταλείποντας για πρώτη φορά το πεισματικά αδιατάρακτο προσωπείο του, ρώτησε κάπως ενοχλημένα:
- Τι έγινε, άλλαξες κασέτα;
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Oda a Weber
Kόκκινο φανάρι σε ανηφορίτσα γλιστερή, κάπου στου Γκύζη. Ο δρόμος ανεβαίνει ευθεία πάνω και σε λίγα μέτρα στρίβει δεξιά. Έχω καλό μπλοκέ, κακά πίσω λάστιχα, και διπλά καρμπιρατέρ. Τα διπλά σε φτιαγμένα μοτέρ έχουν συνήθως μια τρύπα γύρω στις 2000- 2500 στροφές Είναι το σημείο που το ζιγκλέρ του ρελαντί παύει να ασχολείται με την τροφοδοσία και το ρόλο αυτό αναλαμβάνει το κύριο ζιγκλέρ. Με ατέλειωτες δοκιμές, αλλάζοντας ζιγκλέρ και καλάμια, μπορείς αν θέλεις να μετατοπίσεις την τρύπα, να τη φέρεις πιο κάτω ή πιο πάνω στη μπάντα των στροφών του κινητήρα. Όμως αυτή θα υπάρχει πάντα στα γαργαλημένα καρμπιρατεράτα μοτέρ να θυμίζει το λόγο που ώθησε στην καθιέρωση των συστημάτων ψεκασμού.
Στην ανηφόριτσα, λοιποόν, για να αποφύγεις το μπέρδεμα τη στιγμή ακριβώς που αφήνεις το πεντάλ του συμπλέκτη και ξεκινάς, πρέπει να πατινάρεις την πρώτη λίγο πάνω από τις 2500 στροφές και μετά να φύγεις. Αν δεν έχεις πολλή δύναμη, δίνεις όλο το γκάζι, μένεις στην πρώτη και αρχίζεις τις πάντες μέχρι να βαρεθείς. Αν όμως έχεις δύναμη, κοντή δευτέρα, καλό μπλοκέ και κακά πίσω λάστιχα -ακριβώς η περίπτωση μου- είσαι έτοιμος για μια ακόμη πιο απολαυσπική εμπειρία, προσφορά της Weber και του Ταμείου Οδοποιίας. Μόλις το αυτοκίνητο αρχίσει να σπινάρει, καρφώνεις τη δευτέρα και εκεί αρχίζει το τρελό γλίστρημα. Οι γωνίες μεγαλώνουν και με τέρμα ανάποδα μία αριστερά-μία δεξιά, ανεβαίνεις τον ανήφορο παίζοντας με το γκάζι, άσε-πάτα σαν εξαέρωση στα φρένα, για να βοηθήσεις τις κινήσεις του πίσω άξονα.
Η σωστή δοσολογία στο τιμόνι και το γκάζι είναι που κάνουν τη διαφορά. Λιγότερο γκάζι και κρέμασε το μοτέρ,
λιγότερο τιμόνι και καβάλησες το κράσπεδο. Η σωστή δοσολογία, εκτός από το ταλέντο και τις ικανότητες του οδηγού, συνδέεται με μια μαγική τετρασύλλαβη λέξη. Είναι η λέξη που κάνει την εμφάνισή της όποτε αναζητούνται οι παράγοντες που προσδιορίζουν την οδηγική απόλαυση. Η λέξη απόκριση, με την οποία αντιλαμβάνεται κανείς την ταχύτητα που οι εντολές του οδηγού μετασχηματίζονται σε κινήσεις των μηχανικών μερών. Όσο πιο άμεση είναι η απόκριση του αυτοκινήτου, τόσο μεγαλύτερη είναι η οδηγική απόλαυση. Αντίθετα, όσο το αυτοκίνητο καθυστερεί να λειτουργήσει με τον τρόπο που επιδιώκει ο χειριστής, η οδηγική ευχαρίστηση πάει περίπατο.
Απόκριση υπάρχει σε κάθε μηχανικό σύστημα που χειρίζεται ο οδηγός. Υπάρχει λοιπόν η απόκριση του τιμονιού, η οποία ερμηνεύεται ως η αμεσότητα με την οποία το μπροστινό σύστημα ανταποκρίνεται στις κινήσεις των χεριών του οδηγού στο τιμόνι. Υπάρχει και η απόκριση στο γκάζι, η αμεσότητα δηλαδή με την οποία ο κινητήρας ακούει και ανεβάζει στροφές στο πάτημα του γκαζιού. Το μυστικό της βρίσκεται στο σύστημα τροφοδοσίας. Μιλώντας λοιπόν για ατμοσφαιρικούς κινητήρες, αφού σε υπερτροφοδοτούμενα μοτέρ αν δεν υπάρχει σύστημα anti-lag η απόκριση είναι «βάστα Τούρκο να γεμίσω», δύο είναι τα βασικά είδη τροφοδοσίας: με καρμπιρατέρ ή ψεκασμό.
Πριν από την εξέλιξη των συστημάτων ψεκασμού, τα διπλά καρμπιρατέρ ήταν ή κλασική επιλογή για σίγουρα άλογα σε αυτή τη μεριά του Ατλαντικού (από την άλλη είχαν τετραπλά Carter και Holley). Από όλες τις εταιρίες καρμπιρατέρ, μία έχει ταυτίσει το όνομά της με τους αγώνες, είναι εκείνη που ίδρυσε το 1924 ο φίλος και συνεργάτης του Enzo Ferrari, Edoardo Weber.
Από το 1952 και 1953, που η Ferrari με την Tipo 500 πήρε τα πρώτα της πρωταθλήματα στη Formula 1 φορώντας δύο Weber DCO, τα doppio corpo orizontale, διπλού σώματος οριζόντια, έγιναν τα πιο δημοφιλή καρμπιρατέρ στον κόσμο. Τα DCOE, η πιο γνωστή παραλλαγή τους, εξακολουθούν να παράγονται ακόμη. Όσο ανώτερος και εάν είναι ο ηλεκτρονικός ψεκασμός, το πιο όμορφο εξάρτημα που συναντά κανείς στο χώρο του κινητήρα, εξακολουθεί να παρέχει φτηνά και εύκολα γκάζια χωρίς την ανάγκη laptop για τις ρυθμίσεις.
Σε ό,τι αυτοκίνητο και εάν βάλεις ελεύθερη εξάτμιση, θα κάνει θόρυβο, χρειάζεται όμως ειδική μεταχείριση για να βγάζει ένα αυτοκίνητο μουσική από την εισαγωγή του. Στην Αγγλία, όταν θέλουν να φτιάξουν κάτι φτηνό και δυνατό, αγοράζουν δεκαεξαβάλβιδα μοτέρ από τρακαρισμένα Ford, Opel, και Rover χωρίς τα ηλεκτρικά, σε τιμές περιπτέρου. Παίρνουν και ένα σετ διπλών, από τίποτα σαπισμένα ιταλικά κουπέ εικοσαετίας, και έχουν έτοιμο ένα μοτέρ με απόδοση, απόκριση και ήχο.
Έτσι κι εγώ, όταν βρήκα ένα ζευγάρι σαρανταπεντάρια ξεχασμένα στην αποθήκη μου, τα πήρα, τα καθάρισα, και τώρα είναι έτοιμα να μπουν στο φρέσκο μου μοτέρ. Και θα τα βάλω, παρ' ότι ξέρω πως θα φάω ώρες ανεβοκατεβαίνοντας την Κατεχάκη με το χρονόμετρο στο χέρι και θα αλλάζω ζιγκλέρ και βεντούρι νύχτα, κάτω από τη λάμπα δίπλα στο φανάρι της εκκίνησης. Και όλα αυτά, για την απόκριση και τον ήχο που σε γλιτώνει από το κορνάρισμα στις τυφλές διασταυρώσεις. Για καμιά ανηφορίτσα σαν και αυτή στου Γκύζη, ή μια πλατεία που θα γυρίζω ξανά και ξανά, άσε-πάτα σαν να κάνεις εξαέρωση στα φρένα, ακούγοντας τον αέρα να στροβιλίζεται κάτω από τα αλουμινένια καπάκια με το ανάγλυφο Weber Carburatori Bologna.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (07-10-13)
-
Pizza boys
Η ειδικότητά μου στο ναυτικό ήταν τεχνίτης πυροβό¬λων, όμως οι ανάγκες της υπηρεσίας γα οδηγούς ήταν μεγάλες. Ετσι μια ήμερα μου είπαν να φέρω δύο φωτογραφίες, το πολιτικό δίπλωμα και να πάω στη Σχολή Οδηγών του Π.Ν. για εξετάσεις. Εκεί η διαδικασία ήταν απλούστατη: ένας ανθύπας άφησε με κόπο στο τραπέζι έναν μισοτελειωμένο φραπέ και ρώτησε αν ξέρω να οδηγώ. Απάντησα καταφατικά, σφράγισε κάτι .χαρτιά. «Εντάξει πέρασες», σφύριξε.
Ύστερα από αυτή τη δοκιμασία ήμουν προφανώς έτοιμος να οδηγήσω τα πάντα. Όπερ και εγένετο. Μόλις πάτησα το πόδι μου στη μονάδα, μου δώσανε τα κλειδιά μιας καμιονέτας FORD. Οι καμιονέτες είναι μεταποιημένα Transit που χρησιμεύ¬ουν για μεταφορά προσωπικού και υλικού. Είναι αρκετά βαριές και ογκώδεις, το μοτέρ τους βγάζει δεν βγάζο 100 άλογα, όμως η θεόκοντη τελική σχέση διαφορικού 4.63 -ίδια με αυτή που έβαζαν οι φορντάκηδες στα φτιαγμένα Μ ΜΙ- διορθώνει κάπως τα πράγματα.
- θα φορτώσεις δύο πυραύλους Stinger και θα τους πας στην Ελευσίνα, ήταν η εντολή.
Την εποχή που η 17 Νοέμβρη ήταν στα πάνω της, οι Stinger ήταν αρκετά επίφοβο φορτίο. Γι' αυτό με συνόδευε κι ένα τζιπ της Ναυτονομίας, ενώ έξω από το στρατόπεδο περίμενε κι ένα περιπολικό. Στην επιστροφή, στα φανάρια του Ασπρόπυργου, εκτίμησα αυτό το 4.63. Με δύο ναύτες πλήρωμα και τους Stinger στην καρότσα άφησα εύκολα πίσω μου ένα 206 στη δοκιμασία 0-30 km/h.
Στη μονάδα είχαμε ακόμα δύο τζιπάκια Mercedes και τα κλασικά VW του ναυτικού, με τις μικρές πορτούλες. τα λεγόμενα πλοιαρχικά μιας και προορίζονται για τη μετάκληση των Πλοιάρχων. Το αγαπημένο μου όμως ήταν ένα πιο σπάνιο μοντέλο VW. Κι αυτό τζιποειδές, κι αυτό βασισμένο στον σκαραβαίο. Δίχως πόρτες και παράθυρα ήταν η χαρά του τεμπέλη, κι έφερνε κάπως σε Beach Buggy. Δεν το έπαιρνε ποτέ κανείς. Οι βαθμοφόροι τρομοκρατούνταν από την ανυπαρξία φρένων, οι μικροί φοβόντουσαν μην τους μείνει και τους το χρεώσουν, έτσι ήταν πάντα εκεί όποτε το χρειαζόμουν. Όπου και να ήθελα να πάω, στην καντίνα για παγωτό, στην πύλη για να παραλάβω τις πίτσες, το ξεθαμμένο ερείπιο ήταν εκεί, έτοιμο να προσφέρει μοναδικές εμπειρίες λούφας και παραλλαγής.
Το τιμόνι είχε την ασάφεια λαγουδέρας ιστιοπλοϊκού στην απόλυτη μπουνάτσα. Τα φρένα είχαν αλλαχτεί τελευταία φορά πριν από το Κίνημα του Ναυτικού, το κράτημα σκέτη 911, γκάζι- μούτρο, άσε-σβούρα. Το μοτέρ είχε 40 άλογα αλλά απόκριση Kawasaki σε σύγκριση με τα πετρελαιοκίνητα Mercedes. Λεν περνούσε το 90-95 km/h όμως ειλικρινα δεν ήθελες να τα
περάσεις. Γύρω στα 80 έμοιαζε έτοιμο να ανατιναχθεί και για και για κάποιο λόγο στα 85 πετούσε την 4η.
Ένα βράδυ είχα πάρει μαζί μου το ναύτη Χατζήμπεη για να φέρουμε τις πίτσες. Το παιδί είχε πρόβλημα τραυλίσματος, είχε κατεβάσει κι ένα μπουκάλι μαυροδάφνη, δεν έλεγε κουβέντα. Πήχτρα σκοτάδι με το καντήλια της μικρής σκάλας να αχνοφέγγουν, κάναμε τη διαδρομή των τριών χιλιομέτρων ώς την κεντρική πύλη. Εκεί περίμενε ο ντιλιβεράς με το παπί, έγινε η καθιερωμένη Τελετή Παράδοσης Παραλαβής Πιτσών, φόρτωσα τα κουτιά στον Χατζήμπεη και πήραμε το δρόμο της επιστροφής.
Δεν ξέρω αν έφταιγε η βραδιά, η φωνή του Μαργαρίτη οπό το τρανζίστορ που είχα κρεμασμένο στον καθρέφτη ή η μυρωδιά από το πεπερόνι, αλλά κάτι έγινε και μου μπήκε η ιδέα να σπάσω το ρεκόρ μου στην αριστερή πατημένη με το γιαμπ μπροστά στην προβλήτα που δένανε οι φρεγάτες. Ο σκάθαρος πέρασε βογκώντας τα 80 κι εγώ πέρασα αφρενάριστος το σημάδι για τα φρένα. Ο Χατζήμπεης την ψυλλιάστηκε και φώναξε ξεχνώντας το τραύλισμα:
-ΦΡΕΝΟ ΡΕΕΕ!
Ακριβώς την ίδια στιγμή το οασμάν πέταξε την 4η. Είχα νεκρά, δεν είχα φρένα, ήμουν έτοιμος να διαλύσω, στην καλή περίπτωση, το ατομικό μου ρεκόρ ή στην κακή την πρύμνη της φρεγάτας ΑΙΓΑΙΟΝ. Για καλή τύχη όλων μας μπόρεσα και κάρφωσα την 4η. Με το δεξί χέρι κρατούσα το μοχλό στη θέση
του και με το αριστερό έστριβα το τιμόνι. Ντριφτάροντας, έφτασα στο γιαμπ. Το σκαθάρι χοροπήδηξε, γύρισε από την άλλη, το πρόλαβα και, τελικά, έχοντας αποκτήσει μόνιμη παραμόρφωση του μπροστινού του συστήματος, ήρθε στα ίσιο του. Το κιβώτιο δεν έπαιρνε πια ούτε 4η ούτε 3η.
Όμως το αληθινό πρόσωπο της τραγωδίας δεν είχε ακόμα κάνει την εμφάνισή του. Φτάνοντας στο φυλάκιο, αφού ξεκρέμασα το ραδιοφωνάκι και πάρκαρα ό,τι είχε απομείνει από το VW, ο ναύτης Χατζήμπεης γύρισε, με κοίταξε και με δυσκολία είπε:
- Ψη-ψη- ψηλέ, χα-χά-χάσαμε τι-τις πίτσες! Κοίταξα προς το μέρος του. Όντως, τα κουτιά με τις πίτσες έλειπαν. Είχαν φύγει από τα χέρια του στην αριστερή της προβλήτας. Τελικά τα πορτοπαράθυρα χρειάζονται. Η απουσία τους έχει κι αυτή τα προβλήματα της.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 3 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (29-09-13), Nino (31-08-13), Κωνσταντίνος (31-08-13)
-
όχι ρε, δεν έχω πώρωση με τον Dr.Πολίτη...


Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP