-
Η αρπαγή της Ελένης
Στα 19 του εκείνο το Μάη, ο Γιάννης είχε όλη του την άνεση νΆ αγοράσει καινούριο αυτοκίνητο. Δυο εκατομμύρια εκατον εβδομήντα οχτώ χιλιάδες δραχμές του μέτρησε ο πατέρας του για να τον πείσει να πάρει ένα άσπρο AX GT. Για μεταχειρισμένο, ούτε λόγος: δεν του έδινε δεκάρα. Άδικος κόπος, το μόνο που ζητούσε ο Γιάννης ήταν μια Lancia Fulvia. Πούλησε τη μηχανή του, τσόνταρε και κάμποσα η μάνα του –στα κλεφτά- κι αγόραση μια κόκκινη Coupe Rallye με το σπάνιο 1600άρι μοτέρ. Ο τελευταίος της ιδιοκτήτης την είχε ανακατασκευάσει με φροντίδα και γνώση κι έτσι το αυτοκίνητο ήταν σαν καινούριο παρότι κόντευε ήδη τα 20 χρόνια του το καλοκαίριο του Ά91.
Τη λάτρεψε τη Fulvia o Γιάννης. Την πρόσεχε, τη ζέσταινε, τη σκέπαζε˙ πάνω απΆ όλα την οδηγούσε. Και τι δεν έκανε με αυτό το αυτοκίνητο: κόντρες στις νυχτερινές λεωφόρους, αναβάσεις σε όλα τα βουνά της Αττικής, ταξίδια, έρωτες.
Μήνες και μήνες, έκανε κάθε βράδυ τη διαδρομή απΆ τη Νέα Σμύρνη στο Λουτράκι και πίσω, για μια Νίνα που δούλευε στην καλύτερη ντίσκο της περιοχής. Και στρίγκλιζαν τα Ρ600 στα εσάκια της αλήθειας στην Κακιά Σκάλα. Κι όποτε γρατζουνιζόταν η Lancia, μια μικρή γρατζουνιά, ένα τόσο δα σημαδάκι που ήθελες μεγεθυντικό φακό για να το προσέξεις, την πήγαινε στον μπογιατζή και την ξανάβαφε. Ύστερα την έβγαζε φωτογραφίες: η Fulvia στο Ναύπλιο, η Fulvia στα χιόνια, η Fulvia να γλιστρά στους χωματόδρομους στα χωριά του Κάβο Ντόρο.
Αφού τάισε τους παλιατζήδες και συνεργειατζήδες της Αθήνας, έψαξε και βρήκε άκρες στην Ιταλία, αγόρασε ό,τι χρειαζόταν από εκεί. Κάθε επισκευή την έκανε μόνος του. Της άλλαγε το μπροστινό καπό με πλαστικό, για ελάφρωμα, το έβαψε μαύρο, όπως στις αγωνιστικές. Της έβαλε και μεγάλα DellΆ Orto, η Lancia πήγαινε σαν τον άνεμο. Δεν υπήρχε Gti να κάτσει κοντά της στα φανάρια της Κηφισίας και του Καρέα. Στα Λιμανάκια, που μόνο μοτοσυκλέτες σύχναζαν τότε, είχαν να λένε για τη Fulvia. ΝΆανεβαίνουν τα FZR με τα γόνατα στα τσιμέντα στο πέταλο πριν απ΄ την καντίνα κι αυτή να μην πλησιάζεται.
Πέρασαν η Νίνα κι άλλες πολλές από το δερμάτινο σαλόνι της Lancia. «Το μόνο αυτοκίνητο που τα δυο μπροστινά καθίσματα ακουμπάνε μεταξύ τους», έλεγε, γελώντας ο Γιάννης. Δεν είχε σκοπό να τη δώσει, αλλά γύρισαν τα πράγματα, πήγε στην Αμερική για σπουδές, γκαράζ δεν είχε να τη βάλει, ήθελε και κάποια χρήματα για νΆ αγοράσει εκεί αυτοκίνητο, την έδωσε. Ο αγοραστής –ας τον πούμε κύριο Χ- έμπορος εκ Θεσσαλίας, ήταν τύπος που πιάστηκε με πολλά λεφτά, καβάλησε το καλάμι αλλά παρέμεινε σπαγκοραμμένος. Είχε ένα σπίτι στον Πειραιά, κατέβαινε Σαββατοκύριακα στην πρωτεύουσα –με το τραίνο για να μην πληρώνει τις βενζίνες- αλλά ήθελε ένα αυτοκίνητο για να κάνει το κομμάτι του. Δεν έδινε λεφτά για καινούριο, η Fulvia τον βόλευε για να το παίζει χαΐστας στους όμοιούς του.
Ένας κοινός γνωστός έκανε το συμπεθεριό. Τον έπρηξε όσο να την πάρει τον Γιάννη. Παζάρια στην τιμή, και «τόσα λεφτά για παλιό αμάξι είναι πολλά». Μέχρι που τον έβαλε να της αλλάξει λάστιχα και να του τη φέρει ο ίδιος στον Πειραιά, γιατί αυτός ήταν δήθεν πολυάσχολος και δεν προλάβαινε να έρθει στην Αθήνα για να την πάρει. Ο Γιάννης τα έκανε όλα με κρύα καρδιά, μόνο σε μια έξαρση θυμού την παραμονή το βράδυ πριν του την πάει, έκατσε και της έβγαλε τα καρμπυρατέρ, έβαλε στη θέση τους κάτι μικρότερα και τα άλλα τα έπλυνε, τα καθάρισε και τα έβαλε στην αποθήκη μαζί με το πλαστικό καπό.
Χρόνια αργότερα, αφού γύρισε απΆ τη Βοστόνη, πήγε στρατό κι άλλαξε μισή ντουζίνα αυτοκίνητα, έμαθε ότι ο κύριος Χ πουλούσε τη Lancia. Τηλεφωνήθηκαν, πήγε πάλι στον Πειραιά και την είδε. Ξαναβαμμένη πρόχειρα, με θαμπωμένο πωλητήριο στο πίσω τζάμι, λάστιχα φόραγε κάτι στενά, κορεάτικα του πεταμού, είχε κι ένα τράκο εμπρός δεξιά. Στο πορτ μπαγκάζ, φαρδιά πλατιά, ήταν στερεωμένη μια μπουκάλα υγραερίου.
-Ρουφάνε πολύ τα άτιμα, έκανε ο Σάιλοκ ενώ ο Γιάννης δάγκωνε τα χείλια του.
Την πήγε βόλτα, το τιμόνι δεν άκουγε, το μοτέρ έμοιαζε να έχει χάσει τη μισή του ψυχή.
-Και πόσο την πουλάς; ρώτησε.
-Κοίτα να δεις, έχω βάλει καινούριο ραδιόφωνο, τα υγραέρια... να πούμε όσο μου την έδωσες;
Ο τύπος ήταν πέρα ως πέρα ελεεινός. Ο Γιάννης έφυγε χωρίς να καταδεχτεί νΆ απαντήσει.
Κυριακή μεσημέρι περπατούσε με κοστούμι και γραβάτα, καλεσμένος σε βαφτίσια. Οι «κοινωνικές υποχρεώσεις του έγγαμου βίου». Η γυναίκα του έλειπε, όφειλε να πάει εκείνος. Λίγο πριν την εκκλησία, σε μια γωνιά δίπλα σΆ ένα γιαπί, αναγνώρισε τη μισοδιαλυμμένη Lancia. Βρισκόταν έξω απΆ το ίδιο σπίτι που την είχε συναντήσει πριν από μερικά χρόνια. Μόνο που ήταν πιο βρόμικη και σκουριασμένη. Κοντοστάθηκε. Ύστερα περπάτησε προς το μέρος της, έκοψε ένα σύρμα απΆ την οικοδομή, το έσπρωξε στην κλειδαριά και με δυο απότομα τραβήγματα πάνω κάτω, άνοιξε την πόρτα. Έψαξε τα καλώδια κάτω απΆ το τιμόνι. Πάντρεψε το καφέ με το πράσινο, έφερε το κόκκινο κοντά κι έδωσε γκάζι. Η μίζα γύρισε κουρασμένα, τα Weber υπάκουσαν, το μοτέρ αργοδούλεψε. Προχώρησε σιγά σιγά ως το στενό. Έστριψε στον κεντρικό, έβαλε 2η, έδωσε στροφές, το μοτέρ πήρε να καθαρίζει. Άναψε τσιγάρο και κατέβασε το παράθυρο. Ήξερε καλά τι έπρεπε να κάνει.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 2 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
Panmilios (31-08-13), Κωνσταντίνος (01-09-13)
-
Άτιμη μαστοράντζα
Ήταν μια φράση που επαναλάμβανε συχνά ο παππούς μου. Τις πιο πολλές φορές δεν αναφερόταν σε συνεργεία αυτοκινήτων, αλλά σε μαραγκούς, υδραυλικούς και λοιπούς τεχνίτες οι οποίοι του ανέβαζαν την πίεση. Η αιτιολόγηση της διαπίστωσης ήταν απλή. Αυτό που τελικώς σου παρέχει ο μάστορας είναι κατά κανόνα ακριβότερο, χρειάστηκε περισσότερο χρόνο για να τελειώσει, και κάνει λιγότερο καλά τη δουλειά του απ' ό,τι εκείνος σε είχε προηγουμένως διαβεβαιώσει.
Πολλά επί πλέον στοιχεία μπορούν να προστεθούν σε αυτά τα τρία δεδομένα. Όπως ότι κατά τη διάρκεια της επισκευής παρουσιάζονται κι άλλες βλάβες, οι μισές από τις οποίες προκαλούνται λόγω απροσεξίας ή κακής χρήσης των εργαλείων του μάστορα. Και βέβαια έχει παρατηρηθεί ότι αυτές οι προϋπάρχουσες βλάβες τις οποίες δεν είχες πάρει είδηση προηγουμένως -άρα δεν σε ενοχλούσαν- είναι πιο σοβαρές από τη μικρή που αποφάσισες να επισκευάσεις. Πάντοτε δε εμπίπτουν στην αρμοδιότητα άλλου τεχνίτη ο οποίος πρέπει να εντοπιστεί, να ειδοποιηθεί, να εξετάσει, να κάνει προσφορά και δεν συμμαζεύεται.
Όλα τούτα είναι γνωστά σε κάθε άνθρωπο που έχει αυτοκίνητο και το πηγαίνει για σέρβις. Για όσους όμως έχουν χτίσει, παντρέψει ή ασχοληθεί με σοβαρές επισκευές και restoring, αποτελούν μελανές σελίδες της ζωής, τις οποίες οι ίδιοι παλεύουν να ξεχάσουν και οι οικείοι τους αποφεύγουν να θυμίζουν καθώς συνιστούν πρώτης τάξεως απειλή για την ήδη βεβαρημένη ψυχική υγεία των προσφιλών τους προσώπων.
Με τα συνεργεία αυτοκινήτων ο παππούς δεν είχε πολλά πάρε-δώσε. Φρόντιζε ν' αλλάζει τα αυτοκίνητα αρκετά νωρίς, πριν προλάβουν ν' αρχίσουν τις βλάβες. Παρ' όλα αυτά, και επειδή ορισμένες φορές οι βλάβες έρχονται χωρίς να έχει βάλει το χεράκι του ο μηχανικός, του τύχαιναν κι εκείνου καμιά φορά. Γνωρίστηκε λοιπόν με το σινάφι και, ορθολογιστής καθώς ήταν, απηύδησε εξαρχής. Ύστερα από μισό αιώνα οδήγησης, έναν μόνο μηχανικό είχε παραδεχθεί και θυμόταν πάντα με θαυμασμό.
Ήταν καλοκαίρι του '65 στην Ντομοντόσολα της βορείου Ιταλίας. Το μοτέρ του πράσινου Princess Skyway είχε κάψει φλάντζα. Για ανταλλακτικό ούτε λόγος. Ο τοπικός μάστορας κατασκεύασε -επί τόπου- μία χειροποίητη σε φλαντζόχαρτο, την τοποθέτησε και διαβεβαίωσε τον παππού ότι θα άντεχε μέχρι να γυρίσει το αυτοκίνητο στην Ελλάδα. Όταν, τριάντα χρόνια αργότερα, ο δήμος μάς το έκλεψε, η ίδια χειροποίητη φλάντζα ήταν στη θέση της, χωρίς ποτέ να δημιουργήσει το παραμικρό πρόβλημα.
Αντιθέτως με τον παππού, σ' εμένα τα συνεργεία ασκούσαν πολύ ισχυρή έλξη. Πίστευα ότι οι άνθρωποι εκεί επιτελούν σοβαρό έργο, είναι κοινωνοί της ιδέας της αυτοκίνησης. Γι' αυτό και σε πιο νεαρές ηλικίες έμπαινα με θρησκευτική σχεδόν ευλάβεια στα συνεργεία, ιδίως σε όσα ασχολούνταν με βελτιώσεις και αγώνες.
Από τότε πέρασε καιρός. Ώρες και ώρες πεταμένες στα σκουπίδια, περιμένοντας τη διάγνωση, το ανταλλακτικό, την αναγκαία για την επισκευή επιφοίτηση. Τόσα χρήματα, ν' αλλάζουν χέρια, τιμόνι και κάθισμα μες στα λάδια, η μαυρίλα που ποτίζει τα ρούχα. Ώρες και ώρες παραμύθια, όλοι οι μάστοροι των Alfa έλεγαν πως ήταν οι καλύτεροι στο αγωνιστικό τμήμα της Μότορ Ελλάς. Όλοι οι μηχανικοί των BMW της χώρας είχαν βάλει χέρι στις 2002 των Ραγκούζα και Μοσχού και στην 323 του Λεωνίδα.
Χρειάστηκαν χρόνια για να καταλάβω το λάθος μου. Να αντιληφθώ ότι παραδοσιακές κατηγορίες ψευτών, όπως οι ψαράδες και οι κυνηγοί, δεν πιάνουν χαρτωσιά εμπρός στους μαστόρους. Να καταλάβω ότι ο μάστορας δεν είναι συναγωνι¬στής, ο οποίος αναγκαστικά πληρώνεται ενώ κατά βάθος δεν θα ήθελε, αλλά απλώς ένας άνθρωπος που κάνει τη δουλίτσα του. Δεν είναι διόλου κακό, πολλοί άνθρωποι κάνουν τις δουλίτσες τους, κάποιοι όμως τις κάνουν ταπεινά και ειλικρινά. Λίγες κατηγορίες επαγγελματιών έχουν το ύφος ξέρω-τα-πάντα-και-ακόμη-πιο-πολλά που έχουν οι μηχανικοί αυτοκινήτων.
Έτσι λοιπόν πίσω από το παραμύθι, την κλάψα, τη δουλοπρέπεια και τα άλλα
τερτίπια που μετέρχεται η «συμπαθής τάξη» για να γεμίζει ταμείο, αναγνωρίζω πια το βλέμμα του γύπα. Έτοιμου να κατασπαράξει ό,τι βρει μπροστά του, έτοιμου να μετρήσει την αξιοπρέπεια σε χιλιάρικα, ευρώ τώρα πια.
Τα πράγματα είναι χειρότερα σήμερα, τώρα που ο Τζόνι Servis έγινε κάθετη μονάδα και ο μαστροχαλαστής της γωνίας αυτοαποκαλείται Xatziavatis Motorsport. Και στενοχωριέμαι στ' αλήθεια όταν βλέπω παιδάκια στο συνεργείο του μάστρο- Μήτσου του Γρήγορου να έχουν βρει στο πρόσωπο του τον θεό τους, τον Έναν που θα κάνει το δικό τους αυτοκίνητο γρηγορότερο απ' όλα. Δεν έχουν καταλάβει ότι όλο αυτό το νταραβέρι γίνεται επειδή έτσι νομίζουν πως θα βγάλουν καλύτερες , γκόμενες. Δεν ξέρουν πόσο ευτυχισμένα θα είναι εάν πάρουν τη μισή μόνο από την ενέργεια που σπαταλούν στα ρημάδια και τη δώσουν στα κορίτσια ή στους φίλους τους. Δεν μπορούν να ξέρουν, γιατί η εμπειρία είναι μια χτένα που μας χαρίζει η ζωή όταν έχουμε πια χάσει όλα μας τα μαλλιά. Η όπως έλεγε και στα γεράματα ο παππούς, κοιτάζοντας τα κορίτσια να τιτιβίζουν στη στάση του λεωφορείου μπρος στο σπίτι μας, «τώρα που έγινε η θάλασσα γιαούρτι δεν έχουμε κουτάλια».
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
-
Ο Αμπντούλ και οι κρέπες
<< Παιδική κούκλα , σε πολύ καλή κατάσταση , πωλείται 2 λίρες>> .Ξεφύλλιζα με τις αγγελίες και για μαι ακόμα φορά δεν πίστευα στα μάτια μου . Καλά ,2 λίρες , 800 δραχμές , έβαλε αγγελία μια κούκλα για 800 δραχμές ; Τι μιζέρια απίστευτη σε αυτή τη χώρα ! Δεν μπορούσε να την κρατήσει ή να την χαρίσει σε ένα κοριτσάκι ; Την πουλάει δυό λίρες για να πάρει τί ; Τρείς σοκολάτες και μιά τσιχλοφουσκα ; Όταν δεν πουλίεται κανένα καλό αυτοκίνητο γυρίζω στις άλλες σελίδες << Πρώην καπνιστής πουλάει δύο αναπτήρες μεταλλικούς 5 λίρες και οι δύο μαζί .>> <<Πωλείται παντελόνι τζίν 5 λίρες με χαλασμένο φερμουάρ >> Πές μου τώρα εσύ , τι θα το κάνει το τζίν χωρίς φερμουάρ ; Αλλά τα πιό τρελά τα βρίσκεις στη σελίδα με τις ανταλλαγές . << Ανταλλάσω τηλεόραση 21'' με καναπέ που γίνεται κρεβάτι >>
Είχα απηυδήσει πια και εκεί που πήγαινα να πετάξω την εφημερίδα στα σκουπίδια εντόπισα το κελεπούρι : << Ανταλάσσω Alfa Romeo τύπου σπόρ με μηχανή για κρέπες >> Είμαστε σοβαροί τώρα μηχανή για κρέπες ; Τηλεφωνώ , το σηκώνει μια φωνή από το υπερπέραν , με κάτι περίεργα σπαστά αγγλικά , ψιλοπακιστανικά :
-Παίρνω για την αγγελία .
Όλο χαρά μου απαντάει <<έχεις κρεπετζίδικο >> ;
- Όχι απλά θέλω να αγοράσω το αμάξι .
<< Κρίμα >> , απαντάει στενοχωριμένος , << έλεγα ότι θα είχες μηχανή που ψήνει κρέπες , έχω μπακάλικο αλλά θέλω να ανοίξω καντίνα και χρειάζομαι μια μηχανή που να ψήνει κρέπες >>.
Μανία με τις κρέπες , τι ναι τούτος
-Πόσο τι δίνεις την Alfa και τι μοντέλο είναι
-Δεν ξέρω
-Έλα ;
-Δεν ξέρω , εγώ θέλω να πάρω μηχανή για κρέπες , ξέρεις πόσο κάνει μια μηχανή για κρέπες
-Τώρα για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω , ιδέα δεν έχω , αλλά πές μου το αυτοκίνητο είναι sprint , gtv , 33 τι πουλάς ;
-Δεν ξέρω έχει δύο πόρτες και είναι μοντέλο του 82 , αλλά η μηχανή που ψήνει κρέπες έχει πολλά λεφτά 1000 λίρες . Εγώ δεν θέλω τα λεφτά θέλω την μηχανή .
-Καλά άμα αγοράσω το αυτοκίνητο μπορείς με τα λεφτά να αγοράσεις ότι θέλεις . Φαίνεται ότι δεν είχε κάνει μόνος του αυτή την πολύπλοκη σκέψη γιατί άργησε λίγο να μου απαντήσει . Εν τέλει κατάλαβε και είπαμε να συναντηθούμε σε καμιά ώρα .
Για να έχει αυτός ο άνθρωπος τόση πρεμούρα να ανταλλάξει το αυτοκίνητό του με μηχανή για κρέπες και να μην προτιμά να το πουλήσει και να την πάρει μετά , δύο τινά μπορεί να συνεβαιναν : Ή ήταν σκαστός από το τρελάδικο , ή το αυτοκίνητο θα ήταν καμιά sprint μετασκευασμένη σε καντίνα με αυτοκόλλητα << Ντονέρ κεμπάπ >> στις πόρτες . Όμως η τιμή ήταν χαμηλή , οπότε άξιζε τον κόπο να το ελέγξουμε . Πήρα λοιπόν μαζί δύο φίλους για παρέα και πήγαμε να βρούμε την Alfa στις αποθήκες του Newport .
Ανάμεσα σε κάτι κοντέινερ , γερανούς και αποθήκες , εντοπίσαμε εν τέλει το μπακάλικο του Αμπντούλ , πατημένα τα 50 αλλά αίλουρος , ακολουθήστε με , λέει να σας δείξω το αυτοκίνητο . Μας πήγε σε κάτι στενοσόκακα άνοιξε μια άθλια γκαραζόπορτα , σήκωσε ένα σκονισμένο πανί και αποκάλυψε μια μια αστραφτερή δίλιτρη Alfetta GTV . Φρεσκοβαμένη , με βελούδινα μπάκετ , με διχτάκι στο προσκέφαλο , δεκαπεντάρες Campagnolo μούρλια .Μια πιο προσεκτική ματιά ότι κάτω από την μπογιά ο στόκος έδινε και έπαιρνε , μέχρι και στις κολόνες της οροφής είχε στόκο , αλλά ήταν τόσο όμορφη , έλαμπε , που να ήξερα πως στο τέλος δεν θα μπορούσα να αντισταθώ .
Συμφωνήσαμε να την κάνω μια βόλτα για να δούμε τι γίνεται . Στο μεταξυ ο τύπος μας είχε τρελάνει στο παραμύθι . Μέχρι ότι κάθε καλοκαίρι πήγαινε οδικώς με την οικογένια στο πακιστάν με την Τζιτίβα .
-Ναι και γω παλιά τα είχα με τη Μπεναζίρ Μπούτο .
-Τι ;
-Τίποτα για τον καιρό λέω θα ψιχαλίσει
Αφήσαμε τον Πάνο , τον ένα εκ των τριών της παρέας , ενέχυρο να κάνει παρέα στον Αμπντούλ και πήγαμε με τον Αντώνη μια σύντομη βόλτα εκεί γύρω .
Όλα εντάξυ με τις τελευταίες πισωκίνητες Alfa . Κράτημα γκάζι , μια χαρά ατελείωτες πάντες μόνο που όταν αλλάζεις ταχύτητα είναι σαν να ανακατεύεις τσιμέντο με την καρδιά ενός μαρουλιού . Δεν βαριέσαι , η συγκεκριμένη δεν ήταν και η χειρότερη που είχα οδηγήσει , αποφάσισα να την πάρω . Γυρίσαμε πίσω και αρχίσαμε τα παζάρια για την τιμή .
-Όχι δεν κατεβαίνω άλλο , ξέρεις η μηχανή για τις κρέπες ...
-Ρε μπελά που έβαλα στο κεφάλι μου με τις κρέπες σου , 700 μετρητά έχω τα θέλεις ;
-Α τι λες με προσβάλεις δεν είναι δυνατόν , τόσα λίγα το αυτοκίνητο είναι αστέρι και χρειάζομε λεφτά για να...
-Ξέρω ξέρω , μην το πεις για τις κρέπες , 750 τελευταία τιμή
-Όχι όχι θα μου δώσεις 950 παρακάτω με κλέβεις . Βγάζω μάτσο τσαλακωμένες λίρες από το πορτοφόλι , γυαλίζει το μάτι του 800 είναι τις θές ;
Ναι , ναι , ναι !
Πάλι καλά με γειά μας και καλορίζικο , είμαστε έτοιμοι να μπούμε στην Alfa και να φύγουμε , αλλά κάτι μουρμούραγε πάλι ο τύπος .
-Είπες τίποτα ;
-Από που είστε ;
-Έλληνες
Άστραψε το μουστάκι του Αμπντούλ , έδωσε ένα σάλτο πάνω από κάτι κούτες , πέταξε κάτω ένα σκαμνί , άνοιξε ένα μπαούλο , χώθηκε ο μισός μέσα και άρχισε να ανακατεύει μανιασμένα ψάχνοντας προφανός για κάτι .
Βαστάτε τούρκοι τ' άλογα , αγχωνόμαστε εμείς , έχει γούστο να μας λιανίσει τώρα ο μουντζαχεντίν , θα βγάλει κανένα kalasnikov , πιάστε τοίχο μάγκες , κάντε κύκλο . Και κει που έχουμε ακροβολιστεί σε θέσεις μάχης , ξαφνικά ο Αμπντούλ , Αμπντάλα πως τον λέγανε παίρνει ένα παραπονεμένο ύφος και αρχίζει :
-Α τότε αφού είστε Έλληνες θα ξέρεται σίγουρα κάποιον που να πουλάει μηχανή για κρέπες , βρείτε μου μία , να πάρτε δώρο από μένα , απλά βρείτε μου μια μηχανή για κρέπες και μέσα από ένα βουνό σκόνης και ερειπίων βγάζει ένα ξύλινο ΜΟΜΟ ένα ζευγάρι xοάνες Κ&Ν και δύο ολοκαίνουργια Michelin MVX 195/50/15 .
Πως το έλεγε εκείνος ο χοντρός Γαλάτης με τη ριγέ πυτζάμα , στο άλλον τον κοντό τον ξανθό με το σπαθάκι ; << Είναι τρελοί αυτοί οι Ρωμαίοι >> ; Οι Αμπντούλ να δείς !
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
-
Απόσπασμα απ' το "Μπαρούτι και Μέλι"
Δεν αγαπώ ιδιαίτερα τα ανοιχτά αυτοκίνητα.Κατά κανόνα δεν χωράω μέσα τους και εάν θέλω αέρα στο πρόσωπο οδηγώ μοτοσυκλέτα.Με τη βροντερή εξαίρεση της AC Cobra 427,δεν υπάρχει θεση για cabrio στο ονειρικό μου πάνθεον.Όμως,όπως συμβαίνει με κάθε τύπο αυτοκινήτου,υπάρχουν ορισμένες συνθήκες κάτω απο τις οποίες οι αρετές τους ξεδιπλώνονται,σαν τις υφασμάτινες οροφές των παλιών roadster.Η νυχτερινή βόλτα στην παραλιακή (μετά τα μεσάνυχτα-ποτέ Σάββατο) αποκτά άλλο νόημα όταν βλέπεις τΆαστέρια πάνω απΆ το κεφάλι σου σου και μυρίζεις την αύρα.Μετά τις ζέστες και τις πυρκαγιές του Ιουνίου, βρέθηκε στο γκαράζ μου ενα ανοιχτό διθέσιο.Όσο ο ήλιος ηταν ψηλά δεν το πλησίαζα,οταν έδινε την θέση του στο φεγγάρι –κι έτυχε ναΆναι ο καιρός της πανσελήνου- δεν έβγαινα απο τα δερμάτινα Momo. Ακολουθώ την ίδια διαδρομή: κατηφορίζω την Συγγρού, την ταχύτερη λεωφόρο της πόλης, τη μόνη που δεν φρακάρει ποτέ από κίνηση.Δεξιά και αριστερά, εκθέσεις με αυτοκίνητα και φωτεινές επιγραφές νυχτερινών μαγαζιών: μπουζούκια,κλαμπ ,στριπτιζάδικα, ό,τι ζητήσεις το βρίσκεις στις δύο όχθες του πολύχρωμου ποταμού που ενώνει την Ακρόπολη με το Φάληρο. Στο Δέλτα συναντάω την αψυχολόγητη μετατροπή που έφεραν τα ολυμπιακά έργα: για να πας στην Γλυφάδα μένεις δεξιά, για να πας στον Πειραιά βγαίνεις αριστερά. Ανοίγομαι λοιπόν για την κλασσική αριστερή του Ιπποδρόμου.Είναι τυφλή ,δύσκολη αν την κυνηγήσεις κι έχει το καταραμένο σαμαράκι στη μέση. Η κεκλιμένη δεξιά που ακολουθεί είναι πιο εύκολη παρότι τα χιλιόμετρα ανεβαίνουν. Η τριπλέτα Τροκαντερό-Φλοίσβος-Μπάτης με φέρνει δίπλα στην θάλασσα.Κόβω ταχύτητα.Τη βλέπω. Με ανοιχτή την οροφή, τη μυρίζω κιόλας. Σίγουρα δεν έχει το άρωμα του πελάγους στο Αγαθονήσι ή το Αντικέρι, αλλά η Ψυττάλεια κάνει δουλειά.Όλο και κάποιο φανάρι με πιάνει εδώ,αποκαλύπτωντας ακόμη μια ιδιοτυπία των cabrio : όποτε σταματάς πρέπει να χαμηλώνεις τη μουσική.Μου θύμισε μια παλιά βόλτα με Harley Electra Glide. Πάλι στην παραλιακή οδηγούσα, το κασετόφωνο της έπαιζε Motorhead, όταν καταλαβα οτι ακούγεται πολύ δυνατά.Τώρα το ραδιόφωνο έπαιζε U2. Εντάξει κοντά είμαστε. Ο παραλληλισμός μοτοσυκλέτας και ανοιχτού αυτοκινήτου είναι εύλογος όπως αποδεικνύεται στην επόμενη τριάδα της διαδρομής,Καλαμάκι,Άλιμο,Ε ληνικό.Εδώ δεν βλέπεις θάλασσα, σε ένα κλιματιζόμενο σαλόνι μπορεί να μην καταλάβεις καν οτι βρίσκεσαι κοντά της. Όπως διδάσκει το “Zen and The Art of Motorcycle MaintenanceΆΆ , αντίθετα με το αυτοκίνητο με τη μοτοσυκλέτα δεν είσαι θεατής,γίνεσαι μέρος του σκηνικού. Πάνω στη σέλα ,ή με ανοιχτή οροφή προσθέτω εγώ, αισθάνεσαι τη θάλασσα, νιώθεις την υγρασία της τα ζεστά βράδια και τη δροσιά της στα ψυχρότερα. Το κομμάτι απΆ την Γλυφάδα έως τη Βούλα είναι από τα πιο επικίνδυνα. Κάθε καλοκαιρι μεθυσμένοι οδηγοί παρασύρουν μεθυσμένους πεζούς που, στις 5 το πρωί κάποιας Κυριακής, επιχειρούν να διασχίσουν την παραλιακή. Πάντα πιάνω την μεσαία για να έχω την δυνατότητα ελιγμού. Όμως η δεξιά πριν απο την διασταύρωση με την Βουλιαγμένης είναι στροφάρα. Άν έχεις άλογα και κίνηση πίσω μπορείς να την πάρεις διπλωμένος. Άλλιως σταματάς στο περίπτερο. Με ανοιχτή την οροφή κάνεις πιο εύκολο το έργο του ευρηματικού περιπτερά. Δεν χρειάζεται να σημαδέψει το παράθυρο με την περίφημη κουτάλα. Ακολουθεί η ατελείωτη ευθεία στο Καβούρι. Εκεί που ανηφορίζει, αναπολώ το TVR ενός φίλου : ο flat-crank V8 να βρυχάται και οι λαστιχιές να γράφουν στην άσφαλτο Cerbera. Ρολάρω κρατημένος στις στροφούλες πριν από την Ακουα Μαρινα μέχρι την λίμνη. Η θάλασσα βρίσκεται στο πλευρό μου, έρχονται τα λιμανάκια.Μυθικά,απολαυστι κά, όμως λίγες φορές τα έχω στρίψει. Δεν μου κάνει καρδιά να προβοκάρω τη φυγόκεντρο χωρίς μπαριέρα να με χωρίζει από τους μαθητευόμενους drifters. Η πλατεία της Βάρκιζας με τους ταρίφες, η ευθεία της κόντρας και το πάρκινγκ γνώρισαν μέρες δόξας πριν απο μερικά χρόνια. Υπήρχε κόσμος, εκκινήσεις, πάντες, κυνηγητά με την αλησμόνητη ομάδα Σίγμα. Η δεξιά τέρμα της ευθείας είναι από τις ωραιότερες της διαδρομης. Μόνο που, τις μέρες που περνούσα έκαναν έργα και μου την χαλάσανε. Συνεχίζω έως την Τρύπα του Καραμανλή. Γρήγορες και παρατεταμένες στροφές που ταλαιπωρούν το μειωμένης ακαμψίας πλαίσιο. Λίγο πιο κάτω μετά τη μικρή παραλία στα δεξιά είναι τα φανάρια. Εδώ τερματίζει η περιπλάνηση. Γυρίζω ακολουθώντας την ίδια διαδρομή. Αλλά ο γυρισμός δεν είναι ποτέ όσο ωραίος όσο ο πηγαιμός. Ξεγελιέμαι, λέγοντας οτι φταίει που απομακρύνεται η θάλασσα. Μα ξέρω οτι δεν ειναι αυτό : το εμπρός είναι απεριόριστο γιΆαυτο είναι γοητευτικό. Το πίσω ειναι πεπερασμένο, γιΆαυτο και σε κάθε ταξίδι η επιστροφή είναι μελαγχολική. Κι όσο περνά ο καιρός και συνειδητοποίω οτι όλο πίσω γυρίζω τόσο περισσότερο μελαγχολώ.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
-
Χαμένος Παράδεισος
Διαβάζοντας ένα αγγλικό περιοδικό, πριν από δέκα-δώδεκα χρόνια, το βλέμμα μου έπεσε σε μια μαυρόασπρη διαφήμιση, που μου έκανε τόση εντύπωση, ώστε να τη θυμάμαι ακόμη. Έδειχνε μια Alfa 75 τρίλιτρη V6, να ανηφορίζει στις φουρκέτες του Stelvio, του υπέροχου ορεινού περάσματος των Άλπεων, μιας από τις απαιτητικότερες διαδρομές της Ευρώπης. Η λεζάντα έλεγε "Η Alfa Romeo τα κατάφερε, Μιλάνο-Λονδίνο σε πέντε ημέρες". Βεβαίως, η κάλυψη χιλίων μιλίων σε πέντε ημέρες δεν αποτελεί επίτευγμα, ιδίως όταν αναφέρεται σε ένα αυτοκίνητο 190 ίππων. Όμως εκεί ακριβώς κρύβεται η γοητεία της περιπλάνησης, της αυτοκίνησης, της οδήγησης. Στην επιλογή όχι της συντομότερης, αλλά της απολαυστικότερης διαδρομής, εκείνης που θα προσφέρει τις πλουσιότερες εμπειρίες στον οδηγό της. Το δρόμο, δηλαδή, που θα διάλεγαν να ακολουθήσουν όλοι οι ποιητές, από τον Καβάφη έως τον Κέρουακ.
Γι αυτό και η -παραδοσιακά ρομαντική Alfa- δεν επέλεξε χίλια μίλια βαρετών αυτοκινητόδρομων΄, αλλά δύο χιλιάδες μίλια μαγευτικών διαδρομών μέσα από τα βουνά και τις κοιλάδες, για να διασχίσει την Ευρώπη. Οι παλιές Εθνικές είναι ένα με τη φύση, οι καινούριες είναι ξεκομμένες από αυτή. Στις παλιές συναντάς γραφικά χωριά, στις καινούριες απρόσωπα βενζινάδικα. Οι παλιές έχουν στροφές, οι καινούριες έχουν διόδια ( ). Οι παλιές έχουν εικόνες και αρώματα, οι καινούριες έχουν ραντάρ.
Στην Ελλάδα ο πιο κλασσικός δρόμος είναι ο μυθικός Αχλαδόκαμπος, η ανάβαση δηλαδή από το Άργος στην Τρίπολη μέσω Κωλοσούρτη. Είχα πολύ καιρό να δω από κοντά αυτές τις κορδέλες, τα εσάκια, τις δεκάδες φουρκέτες και τα αναρίθμητα προσκυνητάρια. Όταν όμως βρέθηκα στο τιμόνι μιας τρίλιτρης Alfa 75 με προορισμό την Καλαμάτα, δεν χρειάστηκε να σκεφτώ δεύτερη φορά τη διαδρομή που θα ακολουθούσα. Θα πήγαινα από τον Αχλαδόκαμπο, τον πιο χαρακτηριστικό δρόμο μιας Ελλάδας που έφυγε ή φεύγει σιγά σιγά με τα χρόνια. Μιας Ελλάδας που αποτελούσε παράδεισο φυσικής ομορφιάς, μιας χώρας όπου οι άνθρωποι απολάμβαναν κάθε στιγμή της ζωής τους, ακόμη και όταν οι ανέσεις και οι οικονομικές δυνατότητες ήταν περιορισμένες. Μιας Ελλάδας που πεισματικά εξακολουθεί να παραμένει πρώτη σε κάπνισμα και αλκοόλ, αλλά και μακροβιότητας ανάμεσα στις ευρωπαίες συν-εταίρες της. Μιας κάποτε ποιητικής χώρας, που τώρα πια γεμίζει με απαγορεύσεις, ταχύρυθμες αναπτύξεις, υψηλή κερδοφορία και κυρίως, ολοένα σαφέστερα προσδιοριζόμενο και επιβαλλόμενο από το σύστημα, τρόπο ζωής για τους κατοίκους της.
Γι αυτό είναι διδακτική, αναβαπτιστική η βόλτα στον Αχλαδόκαμπο, που, άδειος από αυτοκίνητα, ανεβοκατεβαίνει τα βουνά, προκαλώντας σε να χορέψεις από στροφή σε στροφή, καθώς ο αντίλαλος του V6 φέρνει στο νου εικόνες από τη Μεγάλη Πάρνηθα, την ανάβαση Διονύσου, όλες εκείνες τις γιορτές που καταργήθηκαν η μια μετά την άλλη.
Είναι θλιβερό ότι τίποτα δεν εκτιμάς αληθινά εάν δεν το χάσεις. Ο παράδεισος που λέγεται Ελλάδα φεύγει σαν την άμμο μέσα από τα χέρια μας και, σύντομα, το νέο τοπίο ελάχιστα θα θυμίζει το παλιό. Μόνο όταν θα έχουμε πνιγεί από τα μαύρα κουτιά, τους κόφτες ταχύτητας και ευτυχίας και τις περιπολίες των ελικοπτέρων θα καταλάβουμε που ζούσαμε. Και αυτά δεν είναι πεσιμιστικές προφητείες. Στη Δυτική Ευρώπη τα αστυνομικά ελικόπτερα καραδοκούν, εντοπίζουν και συλλαμβάνουν όσους υπερβαίνουν τα όρια. Βεβαίως, εκεί όλοι βιάζονται και μετακινούνται στις αφόρητα πληκτικές εθνικές. Μονάχα τίποτα joyriders κουρσεύουν τις 911 από τις πλούσιες συνοικίες του Λονδίνου, τις πηγαίνουν στους δρόμους των δασών και εκεί ανεβάζουν στροφές που ποτέ δεν πλησίασε ο ναυλομεσίτης, ο κομμωτής και η κοκότα που τις φυλακίσε αγοραζοντάς τες.
Στην Ελλάδα, χρόνια και χρόνια τα 127 και τα Α112 σταματούσαν για σουβλάκι στους Μύλους και ύστερα ανέβαιναν τον Αχλαδόκαμπο φορτωμένα με όλη την οικογένεια, το κλουβί με τα καναρίνια, την τηλεόραση, και τη γιαγιά με τις δραμαμίνες. Σήμερα τα καναρίνια λερώνουν, τηλεόραση υπάρχει δεύτερη στο εξοχικό και τη γιαγιά την πετάξαμε στο γηροκομείο. Το παλιό σπίτι το γκρεμίσαμε, τιγκάραμε το καινούριο στην άσπρη πλαστική καρέκλα του γύφτου και εκεί που αγναντεύαμε από το χαγιάτι τώρα είναι η πιλοτή που παρκάρουμε το αυτοκίνητο για να μην κόψει το χρώμα.
Φτιάχτηκε και ο καινούριος δρόμος "χωρίς στροφές", πήραμε κινητό για να "μη μας βρεί τίποτα στις ερημιές", όμως παρ' όλα αυτά δεν πάμε πια στο χωριό. Λέγαμε ότι έφταιγε που το 1400 μας δεν είχε αιρκοντίσιον, έτσι βάλαμε 36 δόσεις και πήραμε 1800 που έχει και αιρκοντίσιον και πλευρικές μπάρες, αλλά πάλι δεν πηγαίνουμε. Επειδή δεν έχουμε χρόνο, επειδή τελικά δεν έχουμε τι να κάνουμε στο χωριό ή μήπως επειδή τρέμουμε στην ιδέα ότι πηγαίνοντας εκεί μπορεί κάποτε να αντιληφθούμε τι μας έχει συμβεί;
Όλες οι υπαρξιακές ανασφάλειες και αναρωτήσεις του τύπου γιατί μου αρέσουν τα αυτοκίνητα, γιατί ρισκάρω, γιατί απομακρύνομαι-χάνω-χωρίζω, όλες εδώ έχουν την απάντηση τους. Στην ανάβαση του Αχλαδόκαμπου, στην ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα που δροσίζει και φέρνει τη μυρωδιά από νοτισμένο χώμα και θυμάρι, στις στροφές που ζωγραφίζουν γκρίζα φίδια ανάμεσα στο πράσινο και στο γαλάζιο. Όλες οι απαντήσεις είναι εδώ, στο βουνό που σαν κολυμπήθρα καθαρίζει το μυαλό από τις μυριάδες των γιατί που σου φυτεύουν. Και όταν αντικρύζεις το ουράνιο τόξο, στην πλαγιά που ορθώνεται πάνω από τα ερείπια του βυζαντινού κάστρου στο Μούχλι, πετάς με δύναμη όλα σου τα γιατί στο γκρεμό, που χάσκει από κάτω. "Γι αυτό", είναι η βροντερή σου απάντηση. Ο Παράδεισος δεν χάθηκε ακόμη, τουλάχιστον όχι εντελώς. Και εάν είναι γραφτό του να χαθεί, επειδή οι άφρονες δάγκωσαν, κομμάτιασαν το μήλο, αξίζει να τον γλεντήσουμε μέχρι τέλους. Μέχρις ότου χαθούμε και εμείς μαζί του.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
-
Απο τα αγαπημένα μου!!
ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΤΑΤΣΙΟ ΝΟΥΒΟΛΑΡΙ 1892-1953
του Γιώργου Ν. Πολίτη
Vivere pericolosamente
Οι αγώνες είναι συνυφασμένοι με τον κίνδυνο. Οι καλύτεροι πιλότοι συχνά κινούνται κοντά στο απόλυτο όριο της ταχύτητας και του κινδύνου. Μια φούχτα από αυτούς ξεχώρισαν ως κορυφαίοι επειδή πολλές φορές άγγιξαν αυτό το όριο. Για έναν όμως δεν υπήρχε όριο. Όταν έφτανε μπροστά σε αυτό που οι άλλοι νόμιζαν ότι είναι το όριο, το έσπρωχνε κι αυτό υποχωρούσε. Γιατί, τίποτα δεν μπορούσε να μείνει μπροστά από τον Τάτσιο Νουβολάρι.
Όταν αγωνιζόταν ο Νουβολάρι , ''quando corre Nuvolari'' , όπως λένε οι Ιταλοί για να προσδιορίσουν την εποχή του, στη γειτονική χώρα υπήρχε η φήμη ότι ο μικρόσωμος πιλότος από τη Μάντοβα είχε κάνει συμφωνία με το Διάβολο. Δεν μπορούσαν να εξηγήσουν αλλιώς ,πώς, τότε που ο θάνατος στους αγώνες ήταν στην ημερήσια διάταξη, ο Νουβολάρι έστριβε όπως έστριβε και παρέμενε ζωντανός. Σαν τον Φάουστ , θα έπρεπε να είχε πουληθεί στον Διάβολο για να το καταφέρνει. Δεν μπορούσαν να δεχτούν ότι κάποιος είχε τόσο πολύ ταλέντο, τόσες απίστευτες οδηγικές ικανότητες. Όμως το θείο δώρο του απόλυτου ελέγχου διαχείρισης της ταχύτητας που απλόχερα προσφέρθηκε στον Νουβολάρι, αντσταθμίστηκε με αφόρητη δυστυχία στην προσωπική του ζωή. Στα νεανικά του χρόνια οι γιατροί διέγνωσαν ίχνη φυματίωσης . Αργότερα απέκτησε δύο παιδιά, δύο γιους που τους είδε να πεθαίνουν έφηβοι, κι αυτοί χτυπημένοι από αρρώστιες.
Στα χρόνια της μεγάλης δόξας, η εξάρτησή του από την ταχύτητα δεν γινόταν αντιληπτή. Στον κόσμο περνούσε μόνο ως υπέρμετρο πάθος και θέληση. Μόνο στη δύση της ζωής του, όταν εξακολούθησε να τρέχει -βήχοντας ,φτύνοντας αίμα και πέφτοντας λιπόθυμος στους τερματισμούς- γιατί αυτό ήταν το μόνο που γνώριζε να κάνει, καταλάβαινε κανείς την τραγική του μοίρα. Την απόλυτη, παθολογική του εξάρτηση από την ταχύτητα. Ο Νουβολάρι αγωνιζόταν με τον τρόπο που αγωνιζόταν γιατί ήταν καταδικασμένος να αγωνίζεται έτσι.
Έφτιαξε το όνομά του με τις πρωτόγονες μοτοσυκλέτες του '20 σε κάθε είδους αγώνες αλλά κυρίως στους επιπονους μαραθωνίους που διέσχιζαν την Ιταλία απ' άκρη σ' άκρη. Έγινε μέσως γνωστός από την ταχύτητα και την επιμονή του να μην παραιτείται ακόμη και όταν όλα γυρνούσαν εναντίον του. Το 1924 στέφθηκε Πρωταθλητής Ιταλίας και κέρδισε την θέση του εργοστασιακού οδηγού της Bianchi . Στη Ραβένα συγκρούστηκε με έναν αντίπαλο και χτύπησε το αριστερό του χέρι στον τοίχο. Συνέχισε , κατεβάζοντας συνεχώς το χρόνο του, ώσπου κάποια στιγμή γύρισε ημιλιπόθυμος στα πιτ με το χέρι του πνιγμένο στο αίμα. Από τη σύγκρουση είχε κοπεί ένα δάχτυλο, μόνο το γάντι το κρατούσε στη θέση του.
Στο Λάριο, για να στρίψει σε ένα αργό αριστερό-δεξί εσάκι χτύπαγε με τον ώμο του το βράχο στο εσωτερικό της αριστερής , το τράνταγμα τον διευκόλυνε στην τοποθέτηση της μοτοκλέτας για την ερχόμενη δεξιά. Στο σιρκουί του Τορίνο η Bianchi λάδωε το μπουζί της στον τρίτο γύρο. Κατέβηκε , το άλλαξε και συνέχισε. Έσκασε λάστιχο. Σταμάτησε και το άλλαξε. Στον δωδέκατο γύρο βγήκε η αλυσίδα, την ξαναέβαλε και συνέχισε. Στον δέκατο τρίτο έσπασε το πιρούνι. Σταμάτησε, το έδεσε πρόχειρα με την ζώνη του, συνέχισε και τερμάτισε τρίτος.
Τάτσιο, Βιτόριο, Έντzo ,Αlfa
Τα αυτοκίνητα όμως ήταν η μεγάλη του αγάπη. Η ευκαιρία για εργοστασιακή συμμετοχή ήρθε στις 26 Αυγούστου του 1925. Λίγο πριν από τον αγώνα της Μόντσα , η Alfa Romeo έψαχνε τον αντικαταστάτη του Αντόνιο Ασκάρι, που είχε χάσει τη ζωή του νωρίτερα, στο γαλλικό GP.
Ο αρχιμηχανικός Βιτόριο Τζάνο έφερε στη Μόντσα τις P2 και ο 33χρονος Τάτσιο ξεκίνησε για τους γύρους που μπορούσαν να του αλλάξουν τη ζωή. Στον δεύτερο γύρο πλησίασε το ρεκόρ της πίστας, στον τρίτο κατέβασε κι άλλο, στον τέταρτο το ίδιο. Στον πέμπτο το κιβώτιο δεν άκουσε σ'ένα κατέβασμα κι ο Νουβολάρι βρέθηκε να στρίβει με νεκρά. Η P2 έγειρε, γύρισε ανάποδα, κι ο οδηγός πετάχτηκε προς το απέναντι συρματόπλεγμα, αυτό λειτούργησε σαν σφεντόνα και τον πέταξε στην άλλη μεριά της πίστας. Όταν τον βρήκαν ήταν αναίσθητος και αιμορραγούσε. Πίστευαν ότι πέθανε. Τους διέψευσε. Τυλιγμένος στους γύψους, με τραύματα σε όλο του το σώμα , στο κρεβάτι του νοσοκομείο, δήλωσε συμμετοχή για το GP μοτοσυκλετών στις 13 Σεπτεμβρίου, πάλι στη Μόντσα.
Έτσι και έγινε. Την παραμονή του έσπασαν τους γύψους και τον έντυσαν με σκληρούς δερμάτινους νάρθηκες, από το υλικό που φτιάχνονται οι σέλες των αλόγων. Τον έστησαν πάνω στην Bianchi , τον έσπρωξαν για να βάλουν μπρος και έτσι ξεκίνησε για τον αγώνα των δυόμιση ωρών. Κέρδισε και όταν στα πιτ λίγο έλειψε να πέσει, οι μηχανικοί πανηγύριζαν και είχαν ξεχάσει ότι δεν μπορούσε να κατεβάσει τα πόδια του κι ότι έπρεπε να τον στηρίξουν. Ολόκληρη η Ιταλία παραληρούσε για το κατόθρωμά του. Είχε ήδη αρχίσει το ταξίδι στη σφαίρα του θρύλου. Όμως η πόρτα της Alfa έκλεισε και πέρασαν πέντε χρόνια γα να τον ξανακαλέσουν.
Του έδωσαν τότε μία 1750 για το Mille Miglia , τον αγώνα των 1600 χιλιομέτρων , που ξεκινούσε μεσημέρι Σαββάτου από την Μπρέσια, κατέβαινε προς τη Ρώμη και ύστερα ανέβαινε τερματίζοντας πριν από το χάραμα της Κυριακής , πάλι στην Μπρέσια. Νίκησε με μια κίνηση που πέρασε στην Ιστορία. Λίγο πριν από τον τερματισμό έφτασε πίσω από την προπορευόμενη Alfa του Ακίλε Βάρτζι. Για τον Νουβολάρι , ο Βάρτζι ήταν ο αιώνιος αντίπαλος, ό,τι ήταν ο Προστ για τον Σένα. Έσβησε λοιπόν τα φώτα για να μην τον αντιληφθεί και οδηγώντας στα τυφλά, τον έφτασε και τον προσπέρασε. Μετά το Mille Miglia , σε όποια ομάδα υπέγραφε συμβόλαιο ο Βάρτζι , έθετε όρο να μην έρθει σ' αυτή ο άσπονδος φίλος του.
Η νίκη αλλά και ο τρόπος με τον οποίο έφτασε σ'αυτήν απογείωσαν τη φήμη του Μαντοβάνου πιλότου. Έγινε πλέον η σημαία της Alfa Romeo. Την ίδια εποχή ένας πρώην οδηγός της Alfa έστηνε μια ομάδα που αναλάμβανε την προετοιμασία και συμμετοχή των Alfa Romeo στους αγώνες. Το μικρό του όνομα ήταν Έντζο , στην ομάδα έδωσε το επώνυμό του. Τη βάφτισε Scuderia Ferrari. Έτσι οι αγωνιστικές Alfa, βαμμένες πάντα στο κόκκινο-βιολετί τους χρώμα, απέκτησαν για σήμα τους μια κίτρινη ασπίδα με ένα μαύρο αλογάκι και τα αρχικά SF.
Στην προ-Νουβολάρι περίοδο, οι πιλότοι για να στρίψουν ανοίγονταν πριν τη στροφή, στη συνέχεια κλείνονταν πατώντας προοδευτικά το γκάζι ώς την κορυφή και μετά-οι απολύτως καλύτεροι από αυτούς, σαν τον Ασκάρι και τον Μπορντίνο- έδιναν όλο το γκάζι κι ελέγχοντας την υπερστροφή έβγαιναν ντριφτάροντας. Ο Έντζο Φεράρι ήταν από τους πρώτους που μπόρεσαν να αποκωδικοποιήσουν τη μέθοδο Νουβολάρι, μάλιστα στα απομνημονεύματά του ο Γέρος εξηγεί πόσο τρόμαζε στην αρχή ως συνοδηγός του και πώς στη συνέχεια κατάλαβε τον τρόπο με τον οποίο αυτός οδηγούσε. Έστριβε προς τα μέσα πολύ νωρίτερα κι έδινε από την αρχή όλο το γκάζι. Το μπροστινό μέρος του αυτοκινήτου έξυνε το εσωτερικό της στροφής ενώ το πίσω γλιστρούσε έντονα προς τα έξω. Χωρίς να αφήσει το γκάζι και κάνοντας ανάποδο, ο Νουβολάρι κρατούσε το αυτοκίνητο στο δρόμο και όταν πια έφτανε στο apex, ήταν τοποθετημένος σε πλήρη ευθεία με την έξοδο. Μπορούσε έτσι να επιταχύνει αμέσως. Ήταν ο πρώτος που εκμεταλλεύτηκε την υπερστροφή για να πλασάρει το αυτοκίνητο τοποθετώντας το στην ιδανική τροχιά. Άλλαξε για πάντα την εικόνα των αγώνων. Χρειάστηκαν πολλά χρόνια και πολύ πιο εξελιγμένα , εύκολα και προβλέψιμα αυτοκίνητα, για να μπορέσουν άλλοι να τον μιμηθούν.
Εκτός όμως από την τεχνική και την εξυπνάδα, το πάθος ήταν το τρίτο στοιχείο που έκανε τον Νουβολάρι μοναδικό. Το 1933, στο διάρκειας 100 γύρων GP του Μονακό, έκανε μια ακόμη επίδειξη ψυχικών αποθεμάτων.
Ο Νουβολάρι οδηγεί Alfa και ο Βάρτζι Bugatti. Επί 99 γύρους η πρώτη θέση αλλάζει συνεχώς χέρια. Η διαφορά τους ποτέ δεν ξεπερνά τα 4΄΄ , συνήθως δε είναι πολύ μικρότερη, τα δύο αυτοκίνητα σχεδόν ακουμπούν το ένα το άλλο. Ο τελευταίος γύρος ξεκινά με τον Νουβολάρι πρώτο. Στην ανηφοριά για το Casino ο Βάρτζι ρισκάρει κρατώντας την 3η πάνω από τις 7.000 στροφές και περνά μπροστά. Στην έξοδο του τούνελ οι θεατές ακούν τα μοτέρ που μουγκρίζουν και, σηκωμένοι στις μύτες των ποδιών, ψάχνουν με τα μάτια το χρώμα που θα βγει πρώτο απ'το σκοτάδι. Να! Το κόκκινο είναι δύο μέτρα εμπρός απ'το γαλάζιο. Ξαφνικά ο κινητήρας της Alfa Romeo παραδίδει το πνεύμα, λάδια χύνονται παντού, η Bugatti περνά. Η Alfa τυλίγεται στις φλόγες , οι κριτές κάνουν σήμα στο Νουβολάρι να σταματήσει, ο φόβος της έκρηξης. Δεν σταματάει. Σηκώνεται όρθιος στο κάθισμα για να μην τον φτάνουν οι φλόγες και, όρθιος, τιμονεύει την Tipo 8C . Είναι μια μυθική εικόνα: η φλεγόμενη Alfa κι ο Νουβολάρι με χείλη σφιγμένα και το μακρύ του πρόσωπο μαυρισμένο από τα λάδια και τους καπνούς, να οδηγεί όρθιος. Το μοτέρ αργοπεθαίνει, στην ανηφόρα σταματά. Και τότε ο Τάτσιο κατεβαίνει και σπρώχνει το αυτοκίνητο, που συνεχίζει να καίγεται, προς τον τερματισμό. Κοντεύει στο τέρμα. Ένας κριτής αδειάζει έναν πυροσβεστήρα στην Alfa. Ο αγώνας τελειώνει.
Η μεγαλύτερη μέρα του Νουβολάρι είναι και η μέρα της μεγαλύτερης νίκης των αγώνων-νίκη ενάντια σε κάθε λογική. Το 1935 στο Νίρμπουργκρινγκ η χιτλερική Γερμανία είναι στο απόγειό της. Πριν από την έναρξη του GP η πτήση επίδειξης ενός νέου αεροσκάφους που η Ευρώπη θα γνώριζε καλά τα επόμενα χρόνια, λέγεται Stuka. Εκπρόσωποι του Χίτλερ, 300.000 θεατές, σβάστικες και εννέα ασημένια βέλη Auto-Union και Mercedes- εξελιγμένα πέρα από κάθε κόστος χάρη στα ναζιστικά κεφάλαια- ετοιμάζονται να δείξουν τη γερμανική υπεροχή.
Κανείς δεν υπολογίζει τον 43χρονο μικρόσωμο άνδρα με το γαλάζιο παντελόνι, το κίτρινο ζέρσεϊ , το κόκκινο δερμάτινο κράνος και την πιστή μα λεπτεπίλεπτη και παρωχημένη Alfa P3. O παλιός της κινητήρας των 2,6 λίτρων, είχε φτάσει τα 3,8 λίτρα και τα 330 άλογα σε μια προσπάθεια να σταθεί πλάι στα γερμανικά θαύματα. Η τελική της ταχύτητα άγγιζε τα 270 km/h. Όμως η Auto-Union V-16 του δρα Πόρσε είχε 375 άλογα, ενώ η Mercedes W25 των 4,3 λίτρων έβγαζε 460. Και τα δύο γερμανικά όπλα ξεπερνούσαν τα 310 km/h. Ήταν ο ορισμός της άνισης μάχης. Ο Νίκι Λάουντα είχε πει πως ήταν σα να προσπαθούσε η Alfa μ'ένα χαρταετό να πολεμήσει τα διαστημόπλοια της NASA.
Όμως, μόνο όταν η παρτίδα μοιάζει χαμένη λάμπει το άστρο των αλιθηνά μεγάλων. Δίνεται η εκκίνηση των 22 γύρων , ο Νουβολάρι πετάγεται μπροστά και στο τέλος της ευθείας στρίβει δεύτερος. Οι Γερμανοί τον φτάνουν στις ευθείες , όμως ο Νουβολάρι τους φεύγει στις στροφές, ευτυχώς που το 'Ρινγκ έχει 176 από αυτές. Πρέπει όμως να προσέξει και το αυτοκίνητο, 500 χιλιόμετρα διαρκεί το GP και η P3 είναι ευαίσθητη με αχίλλειο πτέρνα το πολύπλοκο σύστημα μετάδοσης. Για επιβεβαίωση, η άλλη Alfa του Σιρόν έμεινε από άξονα στον πέμπτο γύρο.
Στον δέκατο γύρο ο Τάτσιο περνά μπροστά, κρατά όλη την γερμανική αρμάδα στην ουρά του, είναι 9'' εμπρός από τον Καρατσιόλα. Έρχεται ο 11ος γύρος των πιτ-στοπ. Οι Mercedes των φον Μπράουχιτς και Καρατσιόλα μένουν μέσα για 47΄΄ και 67΄΄ αντίστοιχα, η Auto-Union του Ροζεμάιερ για 75΄΄. Στα πιτ της Alfa η αντλία ανεφοδιασμού έχει χαλάσει. Αναγκάζονται να βάλουν βενζίνη με μπιτόνια και χωνί. Δύο λεπτά και δεκατέσσερα δεύτερα περνούν, ο Νουβολάρι βγαίνει από τα πιτς και είναι έκτος. Οι Γερμανοί πανηγυρίζουν. Να κρατήσεις πίσω σου όλα αυτά τα θηρία είναι άθλος, να τα ξαναπεράσεις είναι αδιανόητο.
Ο Τάτσιο αρχίζει την τιτάνια επίθεση. Κάτω από τον μολυβένιο ουρανού του ΄Ρινγκ, το κόκκινο αυτοκίνητο, σπρωγμένο λες από την ψυχή του οδηγού του, ξαναπερνά ένα ένα τα ασημένια βέλη. Στο τέλος του 13ου γύρου είναι ξανά δεύτερος. Στον 15ο η διαφορά του από τον φον Μπράουχιτς είναι 69΄΄. Στον 20ο έχει πέσει στα 43΄΄, αρχίζει να ψιλοβρέχει. Πηγαίνει ακόμα πιο γρήγορα. Στις ευθείες τον βλέπουν να χτυπάει με την αριστερή του γροθιά το πλαϊνό της P3, σαν να θέλει να την κάνει να τρέξει πιο πολύ. Στον 21ο μαζεύει άλλα 11΄΄ . Στα πιτ της Mercedes ο τιμ-μάνατζερ Νοϊμπάουερ κάνει απεγνωσμένα σήματα στον πιλότο του. Έρχεται ο τελευταίος γύρος και η κολασμένη καταδίωξη του Νουβολάρι κορυφώνεται. Ντριφτάρει σε πρωτοφανείς γωνίες , η ψαλίδα κλείνει στα δάσος του Adenau, στην Karusell είναι 200 μέτρα πίσω από το στόχο του . Βλέπει μπροστά του ''κάτι μαύρο να πετάει στον αέρα'' , είναι το πίσω αριστερό Continental της Mercedes. Ο φον Μπράουχιτς δεν πρόσεχε τα λάστιχά του και οι Γερμανοί δεν φρόντισαν να τον ξαναβάλουν στα πιτ.
Όταν το κόκκινο αυτοκίνητο με το νούμερο 12 φάνηκε στην αρχή της ευθείας το αδύνατον είχε γίνει πραγματικότητα. Οι σβάστικες χαμήλωσαν, οι Γερμανοί εξευτελίστηκαν, δεν είχαν καν σκεφτεί να προμηθευτούν την πλάκα γραμμοφώνου με τον ιταλικό εθνικό ύμνο, τόσο σίγουροι ήταν για τη νίκη. Ο Τάτσιο τους καθησύχασε. Είχε φέρει μια πλάκα με τον ύμνο της πατρίδας του. Για γούρι, τους είπε. Ένας Ιταλός δημοσιογράφος έγραψε ''Εκατομμύρια γαλάζια μάτια, ορθάνοιχτα, δεν μπορούσαν να πιστέψουν αυτό που έβλεπαν. Ανίκανα να βρουν λογική εξήγηση απέδωσαν τη νίκη του κόκκινου αυτοκινήτου στο Διάβολο''.
Προς το τέλος
Τα κατορθώματα διαδέχονταν το ένα το άλλο. Στον αυτοκινητόδρομο της Φλωρεντίας το καλοκαίρι του 1935, με την περίφημη Alfa Bimotore, που είχε έναν κινητήρα εμπρός και έναν πίσω και 540 άλογα, ο Νουβολάρι πιάνει 321,5 km/h και σπάει το ρεκόρ ταχύτητας της Auto-Union.
Το 1936 στην πίστα της Νέας Υόρκης με την Alfa 12C κάνει τους Αμερικανούς να παραμιλούν. Οι Ιταλοί μετανάστες έχουν κάθε λόγο να περηφανεύονται όταν ο ήρωάς τους σηκώνει το μεγαλύτερο τρόπαιο που έγινε ποτέ, το 14 κιλών χρυσό κύπελο Vnderbilt. Ο Νουβολάρι είναι 1,55 και το κύπελλο μοιάζει μεγαλύτερο από αυτόν.
Και ύστερα αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση, ίσως ο Διάβολος ζητάει το μερίδιό του. Το 1937 χάνει τον πρώτο του γιο, Τζόρτζιο , στα 19 του χρόνια από καρδιακό νόσημα. Το 1938 έχει ένα πολύ άσχημο ατύχημα όταν η Alfa του παίρνει φωτιά. Προλαβαίνει να πηδήξει έξω από το φλεγόμενο αυτοκίνητο με 80 km/h και γλυτώνει με εγκαύματα.
Περνάει στην Auto-Union και κάνει τρεις νίκες , τη δεύτερη στο Ντόνινγκτον, όπου στις δοκιμές -με 150km/h- συγκρούεται με ένα μεγάλο ελάφι, η θηριώδης D V12 απογειώνεται , καταφέρνει όμως να τη μαζέψει. Η χρυσή δεκαετία του '30 που άνοιξε με τη νίκη του Νουβολάρι στο Mille Miglia , κλείνει με δική του νίκη στο GP Βελιγραδίου το 1939. Την ίδια μέρα αρχίζει ο πόλεμος.
Το 1946 χάνει και τον δεύτερο γιο του , Αλμπέρτο, σε ηλικία 18 ετών ασθένεια των νεφρών. Ο Τάτσιο γίνεται σκιά του εαυτού του. Τα μαλλιά του είναι κάτασπρα, είναι 54 χρόνων και δείχνει 70. Του φαίνεται άδικο να έχει ρισκάρει τη ζωή του χιλιάδες φορές κι όμως να ζει, την ώρα που οι δυο του γιοι πέθαναν τόσο νέοι από φυσικά αίτια. ''Δεν βρίσκω πια καμία απόλαυση στη ζωή, ούτε στους αγώνες. Τρέχω γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κάνω. Και για να ξεχνάω. Γι'αυτό συνεχίζω, αλλά γέρασα πια'', λέει σε μια συνέντευξή του στο Motor, το 1946.
Ο γερασμένος πρωταθλητής πονά στο στήθος, ταλαιπωρείται από βήχα και αιμοπτύσεις. Αρκεί όμως το γκάζι και το τιμόνι για να αναστηθεί. Για την ακρίβεια το γκάζι, μόνο, αρκεί. Στον αγώνα του Τορίνου, πέταξε το σπασμένο τιμόνι της Cisitalia 1100 και συνέχισε τον αγώνα χωρίς αυτό , ελέγχοντας το αυτοκίνητο με ότι είχε απομείνει από την κολόνα του τιμονιού και το παξιμάδι του βολάν.
Τα πνευμόνια του είναι διαλυμένα, έχει δύσπνοια. Στους αγώνες φορά μια μάσκα από γάζες για να προστατευτεί από τους καπνούς των εξατμίσεων. Καμιά σκέψη για να σταματήσει. Δύο μέρες πριν το Mille Miglia του 1948, ο Έντζο τού ζητάει να οδηγήσει μια Ferrari 166 SC. Δέχεται αμέσως. Ένας άνδρας άρρωστος , με καρδιοαναπνευστικά προβλήματα, θα οδηγούσε ένα ανοιχτό αυτοκίνητο για 1.600 χιλιόμετρα στα Απένινα, με βροχή και κρύο, γιατί δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
Φτάνει πρώτος στη Ρώμη. Η προχειροφτιαγμένη Ferrari όμως έχει αρχίσει να διαλύεται. Το καπό λείπει, το ίδιο και το εμπρός αριστερό φτερό. Στη Φλωρεντία τον βλέπουν να φτάνει, βρεγμένο ως το κόκκαλο , με λάσπη σε όλο του το σώμα και αίματα στο σαγόνι. Σε όλες τις πόλεις της Ιταλίας μεγάφωνα μεταδίδουν την εξέλιξη του αγώνα και χιλιάδες θεατές γιορτάζουν ακούγοντας ότι ο ήρωάς τους προηγείται και ανοίγει τη διαφορά. Μέσα σε μία από τις γνώριμες καταιγίδες που πλημμυρίζουν την άνοιξη την κοιλάδα του Πάδου ο Νουβολάρι περνά τη Μόντενα και πλησιάζει το Ρέτζιο-Εμίλια. Είναι 29 λεπτά εμπρός από τον δεύτερο όταν η Ferrari τον προδίδει. Το σασί της κόβεται στις βάσεις της πίσω ανάρτησης κι ο αγώνας τελειώνει.
Για δύο χρόνια ακόμη ο Τάτσιο Νουβολάρι συνέχισε το αυτοκαταστροφικό του ταξίδι, αγωνιζόμενος πάντα με το ίδιο πάθος , τη ίδια τέχνη. Όμως οι δυνάμεις του τον εγκατέλειπαν , η καρδιά και οι πνεύμονές του είχαν εξαντληθεί.
Το ξημέρωμα της 11ης Αυγούστου 1953 ήταν το τελευταίο για τον πρώτο των πρώτων. Η ιατρική γνωμάτευση διέγνωσε καρδιοπάθεια και τελικό επεισόδιο βρογχοπνευμονίας. Τον αποχαιρέτησαν όπως είχε ζητήσει, ντυμένο με το γαλάζιο παντελόνι και το κίτρινο ζέρσεϊ με το ραμμένο μονόγραμμα. Η καρό σημαία είχε πέσει για πάντα. Η ψυχή του μπορούσε επιτέλους να ξεκουραστεί.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following 3 Users Say Thank You to pilot For This Useful Post:
doctore (03-10-13), Nino (31-08-13), Panmilios (31-08-13)
-
Ο φιλόσοφος του δρόμου
Τριάντα χρόνια συμπληρώνονται φέτος από το θάνατο του Τζακ Κέρουακ. Ποιητής της αυτοκίνησης, εραστής της ελευθερίας και βεβαίως συγγραφέας του "On the Road", ο Κέρουακ έστειλε μια ολόκληρη γενιά στο δρόμο να αναζητεί τη γοητεία της περιπλάνησης, την απελευθέρωση από τις καλορυθμισμένες σαν ελβετικά ρολόγια συμβατικές ζωές. Ήταν η γενιά που ο ίδιος βάφτισε γενικά Beat και εκείνη τον έχρισε πρίγκηπα της.
Οι μπητ είχαν να αντιμετωπίσουν το νοσηρό Μακαρθισμό της μεταπολεμικής Αμερικής, το ψυχροπολεμικό κλίμα, τη μικροαστική νοοτροπία, τη διαφθορά, την ανάπηρη ηθική της κοινής γνώμης. Πνιγμένοι στην απογοήτευση και την πικρία, γέμιζαν ένα σωρό ερωτηματικά. Ποιός είναι ο σκοπός της ζωής μας; Πώς πρέπει να τη ζήσουμε; Το μεγαλείο της ζωής μπορεί να σφραγιστεί σε τέσσερις τοίχους, δουλεύοντας εννιά με πέντε για να αγοράσουμε μεγαλύτερο πλυντήριο και καλύτερη τηλεόραση; Γι' αυτό άφησαν χιλλιάδες φαντάροι τα κόκκαλα τους στο μεγάλο πόλεμο;
Η απάντηση τους ήταν ένα μεγαλοπρεπές όχι. Οι μπητς έβλεπαν ότι πίσω από την κόκα-κόλα, τα χάμπουργκερ, τους ουρανοξύστες, τα διαστημικά προγράμματα και τα γαλήνια χαμόγελα των μεσηλίκων, το Αμερικανικό Όνειρο είχε μεταβληθεί σε Εφιάλτη.
Για το μέσο Αμερικανό, οι μπητ ήταν ένα μάτσο τεμπέληδες, που το μόνο που τους ενδιέφερε ήταν τα γρήγορα αυτοκίνητα, οι γκόμενες και η μαριχουάνα. Όμως η αλήθεια είναι ότι η γενιά των καταραμένων ποιητών έφτυσε στα μούτρα το μέτριο και το συμβιβασμένο και βγήκε στο δρόμο, στα χνάρια των πρώτων αποίκων, των παλιών ταξιδευτών, όχι από τεμπελιά, αλλά από απόγνωση, από τρόμο μήπως αναγκαστεί να σπαταλήσει το μονάκριβο αγαθό της ζωής.
Για τους μπητ, το αυτοκίνητο έγινε το μέσο για την απελευθέρωση από τα περιοριστικά δεσμά. Το σύστημα σε εγκλωβίζει σε λίγα τετραγωνικά μέτρα που ζεις και δουλεύεις. Με το αυτοκίνητο ο κόσμος όλος είναι δικός σου. Μπορείς να δεις, να ακούσεις, να γευθείς, να μυρίσεις, εικόνες, ήχους, γεύσεις και μυρωδιές που δεν βρίσκεις στα εργοστάσια και τα γραφεία. Γι' αυτό και ο Κέρουακ, πρωτοετής φοιτητής του Κολούμπια τότε, κατέβηκε στα πεζοδρόμια και στα καταγώγια του Χάρλεμ, έκανε παρέα με πόρνες και αλήτες, όλους εκείνους που η κοινωνία τους ξερνάει με τη λεζάντα του περιθωριακού στο κούτελο. Υπό τους ήχους της τζαζ, ανάμεσα σε τζοιντς (μτφ: τσιγαριλίκια) και αλκοόλ, αλλά και αναγνώσεις Προυστ και Ντοστογιέφσκι, ζυμώθηκε ο αντικομφορμισμός των μπητ. Από εκεί ξεκίνησαν οι ατέρμονες περιπλανήσεις του Κέρουακ. Άλλοτε μόνος του, άλλοτε μαζί με τον Νηλ Κάσσαντι γύριζαν από τη Νέα Υόρκη στο Σαν Φρανσίσκο και από εκεί στο Τέξας και στο Μεξικό, χωρίς αερόσακους και προφυλακτικά, για να κάνουν όλα αυτά που εμείς φοβόμαστε.
Όσοι παρέμειναν κρατούμενοι της πεζής καθημερινότητας έβλεπαν με τρόμο και φθόνο αυτούς που αδιαφορούσαν για όλα όσα εκείνοι είχαν μοχθήσει. Εκείνοι πάσχιζαν να αποκτήσουν μεγαλύτερο αυτοκίνητο, ώστε να μπουν στο μάτι του γείτονα, για να δείξουν ότι το χαμαλίκι μιας ζωής δεν πήγε στράφι. Οι μπητ αγαπούσαν τα αυτοκίνητα γιατί τους πήγαιναν πιο μακρυά. Η αυτοκίνηση ελευθερώνει, η αυτοκίνηση είναι αυτονομία κι η αυτονομία είναι αυτοσκοπός. Αυτή είναι η ιδεαλιστική ουσία της αυτοκίνησης και του αυτοκινήτου, που διαμορφώθηκε τότε που η πολιτική ορθότης ήταν κενό γράμμα, τότε που ένα φιλί δεν έπρεπε να συνοδεύεται από υπεύθυνη δήλωση των συμβαλλομένων ώστε να μη θεωρηθεί σεξουαλική παρενόχληση.
Τότε που με σπασμένα κοντέρ και στριφτά τσιγάρα, ο Τζακ και ο Νηλ σταματούσαν σε σαραβαλιασμένα μοτέλ απαγγέλοντας στίχους του Λόρκα, και έφευγαν με τα λάστιχα να στριγγλίζουν για να δουν το φεγγάρι αγκαλιά με δυο μεθυσμένες σινιορίτες στην κορυφή του επόμενου λόφου, εκατό μίλια βόρεια του Ρίο Γκράντε.
Τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Τζακ Κέρουακ, ολοένα και περισσότεροι γύπες κόβουν βόλτες πάνω από το μνήμα του για να πουλήσουν ρούχα, περιοδικά ποικίλης ύλης και φτηνές βιογραφίες. Όμως, ό,τι και να κάνουν, το όραμα του μοναχικού ταξιδιώτη, η αυτοκίνηση και η αυτονομία θα μείνουν ατόφια όσο ανασαίνουν εκείνοι που "τρελαίνονται να ζήσουν, να μιλήσουν να σωθούν", καταδικασμένοι από τον ρομαντισμό και την ευαισθησία τους "να καίγονται, να καίγονται σαν τα μυθικά κίτρινα ρωμαϊκά κεριά".
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP