-
Ο Ολλανδέζος
Πριν να μπαρκάρει, όλοι στο χωριό ήξεραν το αχτένιστο παιδί με τα γαλάζια μάτια και το χαμογελαστό πρόσωπο ως Μανόλη. Στο πρώτο του μπάρκο βρέθηκε στο Άμστερνταμ. Εκεί άρχισε τα μακροβούτια στους τεκέδες και στα βρωμόμπαρα του λιμανιού. Παράτησε το βαπόρι κι έπιασε δουλειά σε κάτι ρυμουλκά της συμφοράς. Έμεινε δέκα χρόνια εκεί κι όταν γύρισε είχε μακριά μαλλιά και γενειάδα. Κάποιος τον είπε Ολλανδέζο . Από τότε, όλοι τον φώναζαν έτσι.
Γύριζε με τη Φλορέτα τού πατέρα του κι έκανε μεροκάματα, στις οικοδομές, στις ελιές, στα καΐκια. Το καλοκαίρι φόρτωνε δυο κοφίνια σταφύλια σε μια γαϊδούρα και γύρναγε στις αμμουδιές πουλώντας τα φρούτα στις γυμνόστηθες Νορβηγίδες τουρίστριες. Δούλευε δυο-τρεις μέρες και μετά ξεκουραζόταν. Ερχόταν τότε στην παραλία πάντα χωρίς μπλούζα, ξυπόλητος, με ένα βιετναμέζικο καπέλο Χο Τσι Μινχ στο κεφάλι. Άραζε στην άμμο κι έφευγε αφότου είχε δύσει πια ο ήλιος.
Λέγανε πως είχε φάει ξύλο στο στρατό και του σάλεψε. Άλλοι μιλούσαν για διαδηλώσεις και φυλακή στην Ολλανδία, άλλοι πάλι διαβεβαίωναν πως είχε φύγει από κακιά φούντα. Το σίγουρο είναι πως, παρά το γεγονός ότι έπινε τρία κιλά κρασί στην καθισιά του, δεν πείραζε ποτέ κανέναν. Ήταν μονίμως χαμογελαστός και πρόθυμος, και μόλο που στα χωριά δεν χωνεύουν τους διαφορετικούς, εκείνον τον συμπαθούσαν.
Τον συνάντησα ένα βράδυ έξω από το τοπικό μπουζουξίδικο, ήταν ίδιος και απαράλλαχτος όπως πάντα.
Μιλήσαμε λίγο, τον ρώτησα τι έκανε εκεί.
- Δουλεύω παρκαδόρος, είπε με χαρά.
Ξαφνιάστηκα γιατί ασφαλώς ο Ολλανδέζος δεν θα μπορούσε να γίνει κανονικός παρκαδόρος. Όχι μόνο επειδή κανείς δεν θα του έδινε τα κλειδιά του αυτοκινήτου του, μα γιατί δεν ήξερε να οδηγεί αυτοκίνητο. Διαπίστωσα λοιπόν ότι καθόταν σε μια καρέκλα, είχε κι ένα παλιό κράνος τροχονόμου, για τη βροχή όπως έλεγε, φαίνεται πως θα είχε λιώσει το ψάθινο Χο Τσι Μινχ του, κι απλώς έδειχνε στους πελάτες πού να παρκάρουν.
Μια νύχτα, κλιμάκιο από την πρωτεύουσα του νομού έστησε μπλόκο για αλκοτέστ λίγο μετά το κέντρο. Το όργανο της τάξης είχε βγει στη μέση του δρόμου και σταμάταγε όποιον περνούσε. Οι κυρίες με τα λαμέ δυσφορούσαν στα Μερκέντια, ενώ στα αγροτικά και στις Καρίνες, οι κύριοι με τις λυμένες γραβάτες σχημάτιζαν ουρά για να φυσήξουν στό λευκό πλαστικό σωληνάκι. Στήθηκε κι ο Ολλανδέζος από πίσω τους, ξυπόλητος με το κρανάκι υπό μάλης. Ήρθε η σειρά του, το όργανο ζήτησε άδεια, δίπλωμα, ασφάλεια. Εκείνος έβγαλε από την τσέπη κάτι διαλυμένα πατσαβούρια, την άδεια της Φλορέτας, το δίπλωμα κι ένα υπόλειμμα ααφαλειόχαρτου ληγμένου από αιώνες. Ο αστυνομικός τον κοίταξε με αηδία, σίγουρος πως ο ξυπόλητος τύπος απέναντι του ήταν στουπί. Του έδωσε να φυσήξει, κι όταν φάνηκε η ένδειξη 2,80, γύρισε με λαχτάρα στο αφεντικό του και φώναξε :
- Κύριε Διοικητά, αυτός εδώ δεν έχει ασφάλεια, και είναι πιωμένος, 2,80 κύριε Διοικητά, να τον πάμε μέσα.
Ο Διοικητής μάζεψε την κοιλιά του και το πηλίκιο και ήρθε προς τον Ολλανδέζο. Αυτός κοιτούσε χαμογελαστός, έμοιαζε να μην καταλαβαίνει, Ο Διοικητής τον μέτρησε με το μάτι.
- Χα, μούγκρισε, ξέρεις τι θα πει 2,80; Αυτόφωρο και, δείχνοντας το άθλιο κράνος, πάει το μηχανάκι, κατάσχεση. Ο Ολλανδέζος εξακολουθούσε να χαμογελά.
- Τι γελάς ρε, παλαβός είσαι; είπε ο Διοικητής, πού είναι η μηχανή;
Ο Ολλανδέζος τον κοίταξε, και με το πιο φυσικό ύφος του κόσμου απάντησε:
- Σπίτι.
Ο άλλος νόμισε ότι δεν άκουσε καλά. Επανέλαβε την ερώτηση, κι ο Ολλανδέζος με τη σειρά του επανέλαβε την απάντηση.
Οι κύριοι και οι κυρίες άρχισαν να γελάνε.
Τότε ο Διοικητής κοκκίνισε και φώναξε:
- Σπίτι, τι σπίτι ρε, μας δουλεύεις;
-Όχι, είπε ήσυχα ο Ολλανδέζος, σπίτι είναι, έχει κολλήσει, δεν παίρνει μπρος.
- Και με τι έχεις έρθει; Ξαναρώτησε ο Διοικητής.
- Με τα πόδια, είπε εκείνος. Τα νεύρα του Διοικητού έφταναν στα όρια της θραύσης.
- Και το κράνος; συνέχισε απελπισμένος.
- Για τη βροχή το έχω, άμα πιάσει καμιά μπόρα, τσακ, το φοράω, έκανε ο Ολλανδέζος κλείνοντας το μάτι την ώρα που έλεγε τσακ.
- Και γιατί ρε σταμάτησες εδώ πεζός, για να μας κάνεις πλάκα, νύχτα-νύχτα; ούρλιαξε ο Διοικητής.
- Όχι , είπε ήρεμα ο Ολλανδέζος. Είδα αστυνομία, έλεγχο, και σταμάτησα. Πάντα σταματάω εγώ στην αστυνομία. Ξέρεις, μια φορά στην Αθήνα, ένα παιδάκι δεν σταμάτησε κι ο αστυνομικός του έριξε με το όπλο μια σφαίρα στην πλάτη, πάει το παιδάκι. Γι' αυτό κι εγώ σταματάω στα μπλόκα, με τη μηχανή, με τα πόδια, με όλα. Αμ τι, να περάσω κι ύστερα να με μπιστολίσεις και να λες πως δεν σταμάτησα;
Ο Διοικητής κέρωσε, τα χάχανα κοπήκανε. Κανείς δεν ήξερε τι να πει και τι να κάνει.
- Χάσου από εδώ, εξαφανίσου αμέσως, μπόρεσε μετά από λίγο να ψελλίσει.
Ο Ολλανδέζος μάζεψε τα χαρτιά του, είπε καληνύχτα, γύρισε την πλάτη και πήρε τον ανήφορο προς το σπίτι του.
Ο Κυβερνήτης είναι υπεύθυνος για το αεροσκάφος και τους επιβάτες για όσο διαρκεί η πτήση. Ο Μηχανικός είναι υπεύθυνος για ΠΑΝΤΑ.

-
The Following User Says Thank You to pilot For This Useful Post:
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP