η αμερικη με τα ματια καποιου αλλου,το 32 οχι απαραιτητα μεταναστη...
Πάντα φοβόμουνα μήπως ήμουν λίγο πολύ κενός, μήπως δεν είχα κοντολογίς, κανένα σοβαρό λόγο να υπάρχω. Τώρα βεβαιώθηκα έμπρακτα για το ατομικό μου τίποτα. ΣΆ αυτό το περιβάλλον, το τόσο διαφορετικό από κείνο των ποταπών μου συνηθειών, είχα αυτοστιγμεί διαλυθεί.
Και:
Στο δρόμο που είχα επιλέξει, πραγματικά τον πιο στενό απΆ όλους, όχι φαρδύτερο από ένα μεγάλο ρυάκι του τόπου μας, βαδίζαν ήδη άλλοι τόσοι άνθρωποι, που με πήραν μαζί τους σα σκιά. Ανεβαίναν όπως κι εγώ προς την πόλη, προς το μεροκάματο σίγουρα, με τη μύτη σκυμμένη. Ήταν οι απανταχού φτωχοί.