ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΡΑΤΕΥΣΗ
"Το μέτρο της πολιτικής επιστρατεύσεως προβλέπεται απΆ το Σύνταγμα του 1975, ισχύον ως προς στις θεμελιώδεις αρχές και διατάξεις του με τις αναθεωρήσεις τις οποίες έχει υποστεί κατά καιρούς ως σήμερα, αναφέρει και προβλέπει ότι η πολιτική επιστράτευση κηρύσσεται σε "κάθε αιφνίδια κατάσταση, η οποία απαιτεί τη λήψη άμεσων μέτρων προς αντιμετώπιση αμυντικών αναγκών της Χώρας ή επείγουσας κοινωνικής ανάγκης από κάθε μορφής απειλούμενη φυσική καταστροφή ή ανάγκης που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη δημόσια υγεία".
Επίσης, η πολιτική επιστράτευση κηρύσσεται βάσει και του το Ν.Δ. 17/1974, 1974 «Περί Πολιτικής Σχεδιάσεως Εκτάκτου Ανάγκης» (Π.Σ.Ε.Α.) (ΦΕΚ Α΄ 236/1974), το οποίο εκδόθηκε πριν από την ισχύ του Συντάγματος του 1975 στην βάση των διατάξεων του Συντάγματος του 1952 το δε άρθρο 18 αυτού του Ν.Δ. επιτρέπει την πολιτική επιστράτευση προσωπικού σε περίπτωση πολιτικής κινητοποιήσεως, προβλέπον και αναφέρον ειδικότερα ότι «η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης είναι κάθε αιφνίδια κατάσταση προκαλούμενη είτε από φυσικά ή από άλλα γεγονότα ή από ανωμαλίες κάθε φύσης και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση και τη διατάραξη της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας».
Το ανύπαρκτο ως σήμερα –παρά την αδήριτη ανάγκη συστάσεως του- στην Ελλάδα Συνταγματικό Δικαστήριο είναι το μόνο αρμόδιο ανώτατο όργανο το οποίο διαθέτει την σχετική νομιμοποίηση και δικαιοδοσία του να αποφαίνεται ουσιαστικώς, κυριαρχικώς και αυθεντικώς περί την συνταγματικότητα ή αντισυνταγματικότητα ενός νόμου του Ελληνικού κράτους -ενώ το ΣτΕ δεν διαθέτει αυτήν την αρμοδιότητα και δικαιοδοσία- κι έτσι η απόφανση περί την συνταγματικότητα ή αντισυνταγματικότητα κάθε νόμου του κράτους εναπόκειται στην κρίση του εκάστοτε κοινού, φυσικού δικαστή στο πλαίσιο εκδικάσεως μιας δικανικής υποθέσεως ο έννομος πυρήνας καθώς κι η νομική υπόσταση, στήριξη, διεκπεραίωση κι έκβαση της οποίας στηρίζονται εις και εξαρτώνται αποφασιστικώς από την συμμόρφωση ή μη του εν λόγω νόμου με τον εκάστοτε ισχύοντα συνταγματικό χάρτη της χώρας.
Όμως, η οποιαδήποτε απόφανση του κοινού φυσικού δικαστή περί της συνταγματικότητας ή αντισυνταγματικότητας ενός νόμου α) δεν δεσμεύει την πορεία κι έκβαση της εκδικάσεως της ιδίας ή άλλης υποθέσεως υπό άλλου δικαστή ή δικαστηρίου –ο οποίος και το οποίο μπορεί να καταλήξουν σε εντελώς διαφορετική απόφαση περί την συνταγματικότητα ή μη του ιδίου νόμου από έναν άλλον δικαστή και ένα άλλο δικαστήριο- ανά την Ελληνική επικράτεια και δεν β) ιδρύει «την αρχήν του δεδικασμένου» σχετικώς με άλλη όμοια ή παρόμοια υπόθεση η εσωτερική φύση της οποίας βασίζεται εις και εξαρτάται από τον ίδιο ως άνω νόμο αλλά συνιστά νομολογία συμβουλευτικού, δικονομικού χαρακτήρα.
Τέλος, όλοι οι Συνταγματικοί Χάρτες των προηγμένων, δημοκρατικών Δυτικών χωρών –με εξαίρεση το ΗΒ, στο οποίο το Σύνταγμα είναι άτυπο κι άγραφο, ισχύον εθιμικώς- περιέχουν διατάξεις περί καταστάσεως ανάγκης, πολιτικής επιστρατεύσεως ατόμων και επιτάξεως αντικειμένων, ακινήτων και κινητών αγαθών καθώς και υπηρεσιών προς αντιμετώπιση τέτοιας καταστάσεως ανάγκης."