3 Η ενεργός μετάδοση
Αρχικά ο δυναμικός έλεγχος του βαθμού εμπλοκής των αξόνων, δηλαδή ο έλεγχος της μεταδιδόμενης ροπής, χρησιμοποιήθηκε για τη βελτίωση μόνο της ελκτικής πρόσφυσης, όπως ακριβώς είχε γίνει με το «παθητικό» ABS/TCS, το οποίο αποφάσιζε για το κλείσιμο του γκαζιού, ή και το φρενάρισμα του τροχού που σπίναρε.
Στην πραγματικότητα όμως, το ενδιαφέρον σημείο των μηχανισμών αυτών δεν βρίσκεται στην απλή εμπλοκή των δύο ημιαξονίων, αλλά στη δυνατότητά τους για παρεμβολή μιας, ή μάλλον δύο γραναζωτών σχέσεων, που διαφοροποιούν βαθμιαία την ποσόστωση του διαμοιρασμού της ροπής, κατά βούληση της ηλεκτρονικής μονάδας.
Όταν ένα τέτοιο σύστημα θέλει να διορθώσει το φαινόμενο της υποστροφής σε ένα δικίνητο όχημα, θα φροντίσει να μεταδώσει ένα επιπλέον ποσό ροπής στον εξωτερικό τροχό (πιθανότατα σε συνδυασμό με το κλείσιμο του γκαζιού, ενέργεια η οποία θα του δώσει τη δυνατότητα να στρίψει περισσότερο, μαζί με κάποια επιβράδυνση, έτσι ώστε να μειωθεί η πιθανότητα εξόδου από τη στροφή πριν ολοκληρωθεί η διόρθωση της πορείας).
Στα συστήματα της ενεργού μετάδοσης η κάθε διορθωτική ενέργεια γίνεται μέσω της μεταβολής του κατανεμημένου, σε κάθε τροχό, ποσού ροπής, δηλαδή «ενεργού» ροπής, που προέρχεται από τον ίδιο τον κινητήρα και όχι «παθητικά» από κάποιο δισκόφρενο.
Άλλωστε, η υπολογισμένη κατανομή ροπής σε κάθε τροχό χωριστά φαίνεται να διορθώνει τα λάθη ακριβώς τη στιγμή της γέννησής τους, αφήνοντας στον οδηγό μια αρκετά «φυσική» αίσθηση, σε αντίθεση με τη διορθωτική ενεργοποίηση του δισκόφρενου που συχνά μοιάζει σαν τη φοβισμένη θεία στο πίσω κάθισμα.
Στην περίπτωση ενός τετρακίνητου με σύστημα ενεργού μετάδοσης, πολλές διορθωτικές κινήσεις μπορούν να γίνουν με τη διαφοροποίηση της μεταδιδόμενης ροπής ανάμεσα στον μπροστινό και τον πίσω άξονα. Μεταδίδοντας ένα μεγαλύτερο ποσοστό ροπής μπροστά, το αυτοκίνητο θα τείνει να μαζέψει την ουρά του προς το εσωτερικό της στροφής, μειώνοντας την υπερστροφή, ενώ αν οι πίσω τροχοί γίνουν «δυνατότεροι», θα μαζεύεται πιο εύκολα η μούρη του αυτοκινήτου.
4 Το βασικό σχέδιο
Στο σχήμα 2 φαίνεται η βασική διάταξη ενός μηχανισμού ενεργού μετάδοσης με ενσωματωμένο ένα μίνι κιβώτιο δύο ταχυτήτων στον πίσω άξονα και ένα στην ένωση των αξόνων μπροστινής και πίσω κίνησης. Αυτό που βλέπετε βέβαια, δεν είναι παρά ένα υπεραπλουστευμένο σχέδιο, το οποίο «επινοήσαμε» για την παρουσίαση μόνο της αρχής λειτουργίας αυτών των συστημάτων.
Στην πράξη, τα πράγματα είναι πολύ πιο σύνθετα. Σκεφτείτε ότι, κανονικά, στο μίνι διτάχυτο κιβώτιο, οι πολύδισκοι συμπλέκτες με τα πιεστικά τους και ολόκληρο το διαφορικό τού πίσω άξονα είναι διατεταγμένα με τέτοιο τρόπο, που να μην πιάνουν πολύ περισσότερο χώρο απΆ ό,τι ένα συμβατικό διαφορικό.
ΓιΆ αυτό, σπάνια χρησιμοποιούνται διαφορικά με κωνικά γρανάζια (όπως στο σχέδιο) και το μίνι κιβώτιο αποτελείται συνήθως από γραναζωτούς επικυκλικούς πολλαπλασιαστές, που συνωστίζονται σε ελάχιστο χώρο και λειτουργούν με ανοχές ωρολογοποιίας.
5 Η εξέλιξη της «σκέψης»
Ένα από τα στοιχήματα (ίσως το πιο σημαντικό) των δημιουργών του λογισμικού των συστημάτων ενεργού μετάδοσης, όπως το περιγράψαμε, είναι ο καθορισμός του βαθμού παρέμβασής τους στη φυσική λειτουργία του αυτοκινήτου. «Εφόσον μπορούμε να μεταβάλλουμε την ποσόστωση της διαμοιραζόμενης ροπής όπως επιθυμούμε, δεν μένει παρά να διευκρινίσουμε πόσο ακριβώς επιθυμούμε».
Γιατί, μπορεί μεν, αρχικά, το βαθμιαίο γεφυρωτικό μπλοκάρισμα του διαφορικού να χρησιμοποιούνταν για να φρενάρει τον τροχό με την ελάχιστη πρόσφυση, αλλά μόλις εφοδιάστηκε με το ενεργητικό σύστημα μεταβολής της ποσόστωσης διαμοιρασμού (δηλ. τα μίνι κιβώτια), άρχισαν να δοκιμάζονται κι άλλες εφαρμογές. Άρχισε, δηλαδή, να προγραμματίζεται έτσι ώστε να δίνει περισσότερη ροπή στους τροχούς που κρατούσαν καλύτερα. Και στις νορμάλ οδηγικές συνθήκες οι τροχοί που κρατάνε καλύτερα είναι οι τροχοί που μεταφέρουν το μεγαλύτερο βάρος.
Έτσι, όσον αφορά την κατανομή δεξιά αριστερά, η ροπή κατανέμεται περισσότερο προς τους εξωτερικούς τροχούς, δηλαδή τους πιο πιεσμένους (λόγω φυγόκεντρων δυνάμεων… – θα τα πούμε άλλη φορά αυτά).
Σε ένα τετρακίνητο η ροπή προγραμματίζεται να κατανεμηθεί έτσι που να ταιριάζει ακριβώς με το φορτίο που έχει να κουβαλήσει ο καθένας από τους τέσσερις τροχούς, με τέτοιο τρόπο ώστε να μη σπινάρει. Όλα αυτά βέβαια δεν αφορούν παρά μόνο τα ζητήματα της ελκτικής πρόσφυσης.
Όπως, όμως, και στο παθητικό TCS, έτσι κι εδώ, από ένα εξελικτικό στάδιο και πέρα, παρατηρήθηκε ότι, ο ελεγχόμενος διαμοιρασμός της ροπής μπορεί να επηρεάσει και τη δυνατότητα του αυτοκινήτου για να γίνει πιο «υπάκουο» στις εντολές του οδηγού του. Να επηρεάσει δηλαδή την κατευθυντικότητά του.