Τόπος: Υποκατάστημα γνώστης τράπεζας στην Πάτρα
Ώρα: 9.10 σήμερα το πρωί
Γεγονότα: Αφού με τα χίλια ζόρια σήμερα κατάφερα να σηκωθώ πρωί, αποφάσισα να κάνω τις δουλειές μου στην τράπεζα. Επέλεξα ένα υποκατάστημα της ***** λίγο έξω από το κέντρο, ελπίζοντας ότι με 39 βαθμούς στις 9 το πρωί, δεν θα υπήρχε ψυχή. Το συγκεκριμένο κατάστημα, μετά από μερικές ληστείες από τη συμμορία με τα καλάσνικοφ, τη συμμορία με τις μπερέτες, και τη συμμορία με τα πλαστικά πιστόλια απομίμηση φαρ ουέστ με κόκκινο καπάκι (μην βγάλουμε και κανένα μάτι), έβαλε μια από αυτές τις απίστευτα ηλίθιες διπλές πόρτες ασφαλείας.
Ανοίγω, λοιπόν, την πρώτη πόρτα και μπαίνω στο θάλαμο. Ακούγεται μια φωνή που λέει, παρακαλώ κοιτάξτε την κάμερα. Την κοιτάω. Μετά μου ζητάει διάφορες πόζες, προφίλ, ανφάς, με χαμόγελο, με θυμό, με μαγιό, με κουστούμι, και διάφορες τέτοιες αηδίες. Μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες του λογισμικού να αναγνωρίσει το χωρίς έντονες γωνίες κακάσχημο πρόσωπο μου, αποφασίζει ότι ήθελε να βγάλω τα γυαλιά και να κοιτάξω την κάμερα. Μα άμα βγάλω τα γυαλιά πως στο διάολο θα βρω την κάμερα?
Bottom line, εγκλωβίστηκα στον θάλαμο. Φωνάζω κάτι ζώα εκεί μέσα, μου λένε να περιμένω να φωνάξουν τον τεχνικό. Τους λέω ότι αν περιμένω πάνω από 5 λεπτά στον φούρνο, θα ανάψω τσιγάρο και θα γίνει ο κατακλυσμός του Νώε στην τράπεζα. Τελικά ο διευθυντής πάτησε ένα κουμπί και βγήκα.
Στο ταμείο ήταν ένας απίστευτος τύπος, ο οποίος σφράγιζε κάτι χαρτιά με την ίδια μανία που ο Τσακ Νώρις μοιράζει τις περίφημες διπλές στριφογυριστές κλωτσιές του. Μιλάμε η σφραγίδα αντηχούσε σε όλη την τράπεζα. Ας θυμηθούμε σε αυτό το σημείο την εν λόγω κλωτσιά:
Τον αποφεύγω λοιπόν, όσο πιο ευγενικά μπορούσα, πριν αρπάξω καμιά ξόφαλτση, και πηγαίνω σε μία τύπισσα πίσω από ένα γραφείο. Η τύπισσα μελαχροινή, γύρω στα 40, με σωματότυπο, τέτοιο ώστε αν έκανε ηλιοθεραπεία δίπλα στη θάλασσα, θα μαζεύονταν 15 άτομα της Πράσινης Ειρήνης (στμ. Green Peace) να την πετάξουν πάλι στη θάλασσα (στμ. φάλαινα προς φώκια).
- Καλημέρα, της λέω.
- Γκρρμμμ, βγήκε από το στόμα της.
- Δεν έχετε πιει καφέ, της λέω.
- Τι θες, ρωτάει, με ένα πολύ ευγενικό τόνο, λες και της σκότωσα τη μάνα.
- Θα ήθελα να ανοίξω ένα λογαριασμό, της λέω πολύ ευγενικά, αφού δεν είχα χάσει ακόμα την υπομονή μου.
- Δεν παίζει, φιλαράκι, μου λέει, με ένα τόνο μάγκικο, μη χέσω, η αλογομούρα.
Εκεί ήταν που μου γύρισε το μάτι, γιατί πάει στο διάλο ο ενικός, πάει στο διάολο το υφάκι, αλλά το "φιλαράκι" παρά ήταν. Οπότε με τον αγαπημένο μου ειρωνικό τόνο, που χρησιμοποιώ μόνο όταν ό άλλος έχει ξεπεράσει το στάδιο του "έλληνα φορολογούμενου" στην "κλίμακα του μαλάκα":
- Έλα μωρή παλιοσειρά, τι λες τώρα να πούμε, της λέω με την εν λόγω ειρωνία, ενώ ταυτόχρονα έβαλα τα πόδια μου στο γραφείο της.
Η τύπισσα πάγωσε. Με κοίταξε με το ίδιο ύφος τρόμου που κοιτάει ο ανηψιός μου τον περιπτερά της γειτονιάς κάθε φορά που του λέει ότι τελείωσε το παγωτό σοκολάτα. Εγώ την κοίταξα με το θριαμβευτικό και ειρωνικό ύφος που είχε ο ΓΑΠ όταν έλεγε ότι λεφτά υπάρχουν.
- Τι κάνεις εκεί, μου λέει, παραμένωντας αποσβολλωμένη.
- Ή θα σοβαρευτείς να κάνουμε δουλειά, της λέω, ή θα μου παραγγείλεις καφέ να πούμε για τον ολυμπιακό.
Αφού λοιπόν συμμαζεύτηκε λίγο, γιατί μάλλον κατάλαβε τι μαλακία έκανε, συζητήσαμε τα περί ανοίγματος ενός νέου λογαριασμού, και μετά τσακωθήκαμε γιατί μου ζήταγε 300¤ αρχική κατάθεση, ενώ εγώ επέμενα ότι στην σελίδα της Alpha Bank στο ίντερνετ, διαφήμιζε την μηδενική αρχική κατάθεση.
Μετά από κάτι φωνές του τύπου "κοροϊδεύετε τον κοσμάκη" (εγώ), "είσαι είρωνας" (αυτή), "άλλαξε υφάκι μη σε πλακώσω στις γρήγορες" (εγώ) και "δεν ντρέπεσαι να μιλάς έτσι, νέο παιδί" (αυτή) επενέβη ο διευθυντής πριν προλάβω να της πω κάτι για τη μάνα της.
Συμπέρασμα: Παρότι υπερέβαλλα, λίγο όμως, στον τελευταίο τσακωμό με την εν λόγω υπάλληλο, η συμπεριφορά σχεδόν του συνόλου των υπαλλήλων του υποκαταστήματος της εν λόγω τράπεζας, ήταν επιεικώς απαρέδεκτη. Ακριβώς αντίθετη αντιμετώπιση είχα από την τράπεζα Κύπρου την οποία και επισκεύτηκα στη συνέχεια.