Βιέννη, ή αλλιώς Επιστροφή, μέρος 1ον
Μπαίνοντας στη Βιέννη, η θερμοκρασία είχε κατέβει κι άλλο. Δεν ξέρω πόσο ακριβώς αλλά έβλεπα τα βρεγμένα γάντια μου να κρυσταλλώνουν στα σημεία των κλειδώσεων.
Παρόλο που οι "χούφτες" της μηχανής έδιωχναν τον αέρα μακριά, το ψύχος έκανε σιγά - σιγά την εμφάνισή του.
Λίγο πιο έξω από την πόλη το μπροστινό σύστημα άρχισε να ελαφρώνει και κατάλαβα με φρίκη πως οδηγούσα επάνω σε σχηματιζόμενο παγετό, τον λεγόμενο "μαύρο πάγο".
Με είχαν προειδοποιήσει οι Γερμανοί φίλοι για αυτό το φαινόμενο.
Η άσφαλτος σε εκείνα τα μέρη έχει βάθος και όταν μέσα έχει μαζέψει νερό, αυτό παγώνει με αποτέλεσμα να νομίζεις πως κινείσαι με ασφάλεια σε στεγνό δρόμο, ενώ στην πραγματικότητα είσαι επάνω στην κόψη του ξυραφιού.
Χαλαρά άφησα την ταχύτητα να κατέβει στα 50 χιλιόμετρα και χωρίς καθόλου φρένα, με τρίτη ταχύτητα ρολάρισα σταθερά μέχρι την είσοδο της πόλης.
Ο αρχικός σκοπός μου ήταν να περάσω μέσα απο τη Βιέννη νύχτα και να ακολουθήσω τον Α2 για τα Ιταλικά σύνορα όσο πιό γρήγορα μπορούσα.
Ο καιρός πλέον δεν ήταν για αστεία και όσο γενναίος και να νοιώθεις μετά απο 4.300 χιλιόμετρα και δυό μήνες στο δρόμο, πάντα σκέφτεσαι πως θέλεις να είσαι και γερός στο τέλος της ημέρας για να το ξανακάνεις.
Οσο πλησίαζα την πόλη, τόσο εξανεμιζόταν οι ελπίδες μου για touch and go στη Βιέννη.
Το χιόνι ξανάρχισε να πέφτει και παρόλο που ο τέλειος φωτισμός του δρόμου βοηθούσε στην ανάγνωση των λωρίδων, καμιά εμπιστοσύνη δεν μου ενέπνεε η συνέχεια της διαδρομής.
Μπαίνοντας στην πόλη, ένοιωσα τη θερμοκρασία να ανεβαίνει λίγο και ανάκτησα την εμπιστοσύνη μου στο δρόμο, καθώς η κίνηση των αυτοκινήτων είχε δημιουργήσει μια ευεργετική για το κράτημα χιονολάσπη, που ήξερα όμως πως αργότερα, αν δεν περνούσαν αλατιέρες, θα ήταν η καταδίκη μου.
Σταμάτησα στο parking ενός σούπερ μάρκετ και γρήγορα κατέβηκα απο τη μηχανή.
Κάτω απο το υπόστεγο της εξόδου, άνοιξα το σακίδιο και έψαξα τα "μαγικά χαρτάκια" * (σημείωση, σε προηγούμενη περιγραφή έχω αναφερθεί στα μαγικά χαρτάκια, που ήταν για κάθε πόλη που θα περνούσα, 3 φτηνά ξενοδοχεία που είχα βρεί στους ταξιδιωτικούς οδηγούς, τα τηλέφωνα ανάγκης της περιοχής καθώς και τυχόν πληροφορίες που είχα μαζέψει απο άλλους ταξιδιώτες στη διαδρομή μου - τα μαγικά χαρτάκια υπάρχουν ακόμα, αλλά καμιά χρησιμότητα δεν έχουν πλέον την εποχή του Wifi και του 3G).
Στο χαρτάκι της Βιέννης, δυστυχώς το μόνο που υπήρχε ήταν ένα Ηostel και ένα εστιατόριο, καθώς σκόπευα σύμφωνα με τους αρχικούς μου υπολογισμούς, απλά να την διασχίσω.
Λεπτομερή χάρτη της πόλης δεν είχα και οι ταξιδιωτικοί οδηγοί που είχα πάρει μαζί μου, περιορίζονταν στους βασικούς μου σταθμούς.
Άναψα ένα τσιγάρο και κοίταγα το χιόνι που έπεφτε.
Η μηχανή είχε σκεπαστεί απο ένα λεπτό στρώμα, η νύχτα έπεφτε, το κρύο ερχόνταν και εγώ τυλιγμένος με το κασκώλ μου στο κεφάλι, το κράνος στο χέρι, το μυαλό άδειο, έτσι απλά.... κάπνιζα...
Ειχα αποφασίσει να καβαλήσω τη μηχανή και να φύγω για το πρώτο ξενοδοχείο στη λίστα μου, όταν ένοιωσα απο πίσω τα φώτα του σούπερ μάρκετ να σβήνουν.
Δεν έσβησαν όλα μαζί, αλλά σε τομείς. Απο δεξιά προς τα αριστερά.
Σε λίγο άνοιξαν οι μεγάλες πόρτες και κάποιοι (υπάλληλοι προφανώς ή τελευταίοι πελάτες) βγήκαν προς τα έξω.
Ηταν ντυμένοι βαριά, αρματωμένοι με ομπρέλες και κασκωλ και για λίγο βρέθηκα ανάμεσα σε μια βαβούρα απο κόσμο που έφυγε προς το δρόμο χαιρετώντας ο ένας το άλλο.
Μαζί με τη σιωπή ήρθε και το σκοτάδι.
Απο πάνω μου είχα αναμμένη μόνο την ταμπέλα του σούπερ μάρκετ και κάτι λίγα φώτα ασφαλείας πίσω μου.
Έβγαλα απο το κεφάλι μου το κασκώλ, φόρεσα το κράνος καθάρισα τη σέλα και καβάλησα.
Η μηχανή έβηξε για λίγο και μετά ζωντάνεψε, σημάδι ότι απο το κρύο είχε αρχίσει να ζορίζεται και η μπαταρία.
Να θυμηθώ να ρίξω ηλεκτρολύτες αύριο, κατέγραψα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Ρολάρισα αργά στην χιονισμένη πόλη. Οι αλατιέρες είχαν βγεί σεργιάνι και το τραμ πέρναγε απο δίπλα χτυπώντας το κουδουνάκι του.
Τα αυτοκίνητα γύριζαν στους δρόμους σαν άσπρα τρουφάκια με τους υαλοκαθαριστήρες να καθαρίζουν το παρμπριζ τους, κάνοντάς τα ακόμα πιό αστεία.
Αν μπορούσα να βάλω μουσική εκείνη τη στιγμή θα ήθελα να ακούσω μια πόλκα.
Στα ψαχτά βρήκα το ξενοδοχείο αφού είχα περικυκλώσει το δρόμο του πέντε φορές τουλάχιστον.
Έβαλα τη μηχανή στο διπλό, ξέζεψα τις πλαϊνές, ζαλώθηκα και την μεγάλη, έκανα για χιλιοστή φορά την ιεροτελεστία με τα λουκέτα και τα πέταλα στις ρόδες και το τιμόνι και μπήκα μέσα σε μια ρεσεψιόν ζεστή, φωτεινή και γεμάτη κόσμο.
Στα δεξιά μου ήταν το γκισέ με τον υπάλληλο βάρδιας, αριστερά σε ένα σαλονάκι, μια παρέα απο Αμερικάνους έκανε φασαρία γελώντας και χαχανίζοντας, στο βάθος η σκάλα που ανέβαζε στα δωμάτια και πίσω μου το σκοτάδι και το χιόνι.
Πλησίασα στο γκισέ και ζήτησα δωμάτιο για μια νύχτα, οπωσδήποτε με λουτρό. Διαβατήριο, τα λεφτά μπροστά και σε μια κίνηση αβρότητας, ο φιλικός υπάλληλος μου έδωσε κατάλυμα στον πρώτο όροφο.
Ανέβηκα, γδύθηκα, άπλωσα τα αδιάβροχα σε κρεμάστρες, έβγαλα τα δέρματα, έβγαλα τα ισοθερμικά, έβγαλα τις διπλές κάλτσες, έβγαλα και τα εσώρουχα και έτρεξα για τη μπανιέρα.
Σε δέκα λεπτά ήμουν φρέσκος και μυρωδάτος.
Εβγαλα το τετράδιο απο την βαλίτσα, έκατσα στο κρεβάτι και έγραψα τα βασικά της μέρας για να τα θυμάμαι σήμερα που τα αφηγούμαι και τότε κοίταξα το ρολόι μου.
Νωρίς για ύπνο, αργά για βόλτα.
Τζηνάκι, μπότες, μάλλινη μπλούζα και ρεσεψιόν για χάζι.
Κάτω ήταν μόνο ο υπάλληλος που μίλαγε στο τηλέφωνο.
Κοίταξα έξω.
Το χιόνι έπεφτε ακόμα, οι δρόμοι όμως ήταν καθαροί.
Έβγαλα το φλασκί απ την πίσω τσέπη και τράβηξα μια τζούρα Jack. Την τελευταία που είχε.
Δουλειές για αύριο: Υγρά μπαταρίας και Jack, σημείωσα στο πίσω μέρος του μυαλού μου.
Καιρός να το συντομεύουμε φίλε, σκέφτηκα.
Ανέβηκα πάνω, έκατσα στο κρεβάτι και έβγαλα τους χάρτες.
Έπρεπε να κανονίσω τη διαδρομή μου, να γυρίσω συνάλλαγμα για την Ιταλία, να βάλω υγρά μπαταρίας, να πάρω ένα νέο μπουκαλάκι με ποτό, όχι Jack αυτή τη φορά, μάλλον κονιάκ πρέπει, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ, να κοιμηθώ... και έτσι λοιπόν στη Βιέννη κοιμήθηκα σε ένα μικρό ξενοδοχείο, με το χιόνι να πέφτει έξω, τον υπάλληλο να μιλάει στο τηλέφωνο της ρεσεψιόν, τους χαζοΑμερικάνους να γυρίζουν στην πόλη και πιό μακριά στην Ελλάδα, κάτι βιβλία να σκονίζονται, μια εξεταστική να φεύγει χαμένη και κάτι φίλους να παίζουν τάβλι σε ένα σαλόνι, χτυπώντας τα πούλια, φωνάζοντας εξάρες ρε ******η, εξάρες και σε έσκισα...