-
Μπήκα στο γραφείο του βενζινάδικου με νεύρα.
Ο λίγδης πίσω απο το γραφείο με κοίταζε βαριεστημένα.
Καλημέρα, έχετε κάπου λίγο νεράκι να γεμίσω το μπουκάλι μου; ρώτησα
Νερό πουλάμε, μου είπε. Να αγοράσεις. Κλέφτες θα γίνουμε;
Ωραία είπα ψύχραιμα. Εχετε να αγοράσω ένα μπουκάλι νερό, παρακαλώ;
Μου εδειξε ένα ψυγείο της Εβγα, για παγωτά. Αυτά με τα καπάκια απο πάνω.
Ανοιξα το δεξί καπάκι και πήρα ένα παγωμένο νερό.
Πλήρωσα και βγήκα απο το βενζινάδικο.
Ηπια το μισό μπουκάλι μονορούφι και αφού έσφιξα καλά το πώμα το έβαλα στο σακίδιο.
Φόρεσα το κράνος μου έδεσα το σακίδιο στη σέλα και έφυγα.
Στην πρώτη στροφή είμουν ακόμα τσαντισμένος με το επεισόδιο.
Στη δεύτερη σκέφτηκα ότι γέμισα βενζίνη αλλά δεν πλήρωσα τελικά.
Στην τρίτη στροφή με είχαν πιάσει τα γέλια.
Στην τέταρτη άρχισα να σκέφτομαι τον λίγδη και το παιδοβούβαλο που θα ρώταγαν ο ένας τον άλλο αν πληρώθηκαν για τη βενζίνη.
Εβαλα πιό δυνατά γέλια και άνοιξα το γκάζι.
Η ζέστη είχε πιάσει για τα καλά,*η κίνηση ήταν ελάχιστη και η άσφαλτος μπροστά μου ψήνονταν απο τις κάθετε ακτίνες του ήλιου.
Με τα λάστιχά μου να γατζώνουν σαν μαγνήτες και*τη μηχανή σε άριστη υγεία είχα τρελά κέφια.
Ανοιξα το γκάζι και έφυγα στην μεγάλη ευθεία με τον αέρα να φυσάει*καυτός γύρω μου και τη φύση να είναι σιωπηλή και λαμπερή.
Μια μαύρη λωρίδα δρόμος να σχίζει το απέραντο κίτρινο και*πράσινο απο τα*χωράφια και εγώ σαν υδράργυρος να κυλάω αναμεσα τρέχοντας με τη μηχανή μου, χωρίς άλλες σκέψεις στο μυαλό,*παρά μόνο το δρόμο και την επόμενη στροφή που έβλεπα να έρχεται δεξιά μου.
Η επόμενη δεξιά στροφή πέρασε, το ίδιο και η αριστερή, το ίδιο και πολλές ακόμα, μέσα στη ζέστη και την άπνοια.
Πήγαινα γρήγορα αλλά με σταθερό ρυθμό, πλάγιαζα και ίσιωνα, προσπερνούσα βαρισετημένες νταλίκες, έστριβα χωρίς να κατεβάζω ταχύτητες, δεν χρειαζόταν και στις εθυθείες άνοιγα κι άλλο.
Παρόλο το λιοπύρι, η διαδρομή ήταν απόλαυση.
Ωρες μετά, ο ήλιος έπεσε, γύρω μου άρχισαν τα χρωματα να παίρνουν μια γκρίζα γλύκα, τα μάτια μου ξεκουράστηκαν.
Στα επόμενα πέντε χιλιόμετρα είδα τις ταμπέλες της Θεσσαλονίκης.
Τα πρώτα φώτα στους δρόμους είχαν ανάψει.
Σταμάτησα σε ένα βενζινάδικο για να φουλάρω.
Εβγαλα το κράνος, άνοιξα την τάπα και τεντώθηκα πάνω στη σέλα.
Απο μέσα βγήκε ένας τύπος με ένα μπούτι κοτόπουλο στο χέρι.
Ηρθε κοντά και μασώντας με ρώτησε πόσο να βάλει.
Γέμισέ το του είπα και καλή όρεξη.
Κοπιάσε μου είπε, έχουμε και πατάτες.
Α ρε καρντάση του είπα, έχω ραντεβού αλλιώς θα έμενα.
Πλήρωσα και έφυγα.
Η μυρωδιά απο το το κοτόπουλο μου είχε κόψει τα πόδια.
Τρέχανε τα σάλια μου, είχε δεθεί κόμπος το στομάχι μου.
*
Κοίταξα το ρολόι μου. Προλάβαινα κάτι να τσιμπήσω πριν να συναντήσω την Κλάιρη.
Ετσι και αλλιώς θα βγαίναμε για κανά ποτό, όπως τα υπολόγιζα, κάτι θα έπρεπε να έχω ρίξει μέσα μου προηγουμένως.
Σαν να ήμουν σε αυτόματο πιλότο, χωρίς να το καλοσκευτώ, βρέθηκα να βγάζω το κράνος μου μπροστά απο τον Ρογκότη.
Ξέκαβάλησα, άνοιξα το μπουφάν και μπήκα μέσα.
Ολη η κούραση του ταξιδιού, όλη η ζέστη που είχα τραβήξει, βγήκε σε πείνα.
Αραξα σε ένα τραπέζι, έβαλα στη διπλανή καρέκλα το κράνος και με το μπουφάν στην πλάτη της δικιάς μου, βούλιαξα πίσω απο το τραπεζομάντηλο.
Το σχέδιο ήταν να τσιμπήσω κάτι, αλλά οι μυρωδιές και το περιβάλλον μου είχαν τρελάνει τα ρουθούνια.
Εδωσα παραγγελία, σαλάτα, ορεκτικό, σουτζουκάκια, μπύρα.
Τα πιάτα ερχόντουσαν ένα ένα και εγώ καταβρόχθιζα.
Στην τρίτη μπύρα, είχα πλέον τελειώσει όλο το φαγητό επάνω στο τραπέζι και άναψα ένα τσιγάρο.
Εγειρα το κεφάλι πίσω και φύσηξα τον καπνό στο ταβάνι.
Ημουν απόλυτα ήρεμος, χορτάτος και απο δρόμο και απο φαϊ και ένοιωθα σιγά-σιγά την γλυκιά παράλυση της κούρασης να απλώνεται στα χέρια και τα πόδια μου.
Τελείωσα τη μπύρα μου, πήρωσα και βγήκα πάλι στο δρόμο.
Καβάλησα τη μηχανή και έφυγα για το σπίτι της Κλαίρης.
Εφτασα αλλά ήταν σκοτεινά.
Χτύπησα το κουδούνι αρκετές φορές, αλλά απο μέσα δεν υπήρξε καμμία απάντηση.
Θα έχει βγεί σκέφτηκα.
Ολα καλά.
Πάω να πιώ ένα ποτό και επιστρέφω το βράδυ που θα έχει μαζευτεί πίσω.
Αποφάσισα να πάω να μαζέψω καναν παλιό γνωστό απο το δρόμο και βλέπουμε
Ανέβηκα στη μηχανή και βγήκα στα Λουλουδάδικα.
Πάντα βρίσκεις κάποιον γνωστό στα Λουλουδάδικα.
Πάρκαρα*και δεν είχα προλάβει να κάνω μερικά μέτρα με τα πόδια στο δρόμο, όταν άκουσα να με φωνάζουν.
Γύρισα και είδα την γνωστή παλιοπαρέα να έχει αρχίσει το βραδυνό της πρόγραμμα.
Ο Στέλιος, ο Γιώργος, ο Δημήτρης, όλα τα ρεμάλια της πόλης μαζεμένα εκεί μαζί και ως συνήθως με εκλεκτή παρέα απο γυναίκες, των οποίων τα ονόματα δεν μπήκα στον κόπο να συγκρατήσω, καθώς ήξερα ότι η διάρκειά τους στην παρέα ήταν περιορισμένη.
Αυτό έπαιζε με τις γυναίκες και την παρέα εκείνη.
Οσες γυναίκες πλησίαζαν στο τέλος δεν άντεχαν.
Οσες άντεχαν, τις φοβόταν η παρέα και τις απομάκρυνε, μην τυχόν και παίξει καμμιά δεύσμευση και επέλθει κανας σπίτωμα ή ακόμα κανας φρικτός αραβώνας.
Εκατσα με τα παιδιά, παραγγείλαμε και ήπιαμε όλοι μαζί το καλωσόρισμα.
Οι ερωτήσεις έγιναν και η περιγραφή του ταξιδιού ξεκίνησε με μεγάλο γέλιο στο σημείο όπου το βουβαλόπαιδο "κέρασε" γέμισμα στο ντεπόζιτο για να μη χάσει τα λεφτά απο ένα μπουκάλι νερό.
Γέλια, πλάκες, αναμνήσεις, όλα μαζί γύρναγαν στην κουβέντα, αλλά ένοιωθα πως κάποιος με παρακολουθεί.
Αυτό το συναίσθημα πως κάτι σε χαϊδεύει χωρις να σε αγγίζει με είχε κυριεύσει.
Σκανάρησα το τραπέζι και απέναντι είδα τη Δήμητρα.
Μεχροινή, μακρυά μαλιά,*αέρινους ώμους, λεπτό μπλουζάκι και τζην με πέδιλα*απο κάτω.
Εσπρωξα το ποτήρι μου κοντά της και ακολούθησα.
Η παρέα συνέχισε να γελάει με τα δικά τους, αλλά εγώ μπήκα στην σφαίρα της αύρας της και αρχίσαμε την κουβέντα.
Τι, πως, γιατί, το ένα έφερε το άλλο, ανέβηκα για βόλτα, δεν έχω που να μείνω, μένω μόνη μου στην Ανω Πόλη έλα μαζί σήμερα, απόψε, τώρα.
Χαιρετήσαμε και*ανεβήκαμε στη μηχανή.
Η*νύχτα με βρήκε σε*ένα φοιτητικό*σπίτι να βγάζω τα ρούχα μου και να μπαίνω στην μπανιέρα μαζί της.
Χαλάρωσα στο νερό, έβγαλα απο πάνω μου το ταξίδι και εξαγνίστηκα για*τα καλά.
Βγήκαμε αγκαλιά και*βρεγμένοι τυλιχτήκαμε ο ένας στον άλλο.
Η ανάσα της μύριζε γλυκάνισο.
Η δροσιά της νύχτας μας έκανε να ριγήσουμε.
Απαλά αγγίγματα έφεραν γρήγορες ανάσες.
Το πρωί μας βρήκε γυμνούς στο κρεβάτι.
Η Δήμητρα κοιμόταν ανάσκελα.
Τα μαλλιά της απλωμένα στο μαξιλάρι και τους ώμους της.
Το φως της μέρας τη χαϊδευε απαλά στα πόδια.
Την σκέπασα με το σεντόνι και σηκώθηκα.
Βρήκα τον καφέ και έφτιαξα ένα ποτήρι.
Αναψα ένα τσιγάρο και πλησίασα το τηλέφωνο.
Τράβηξα τη συσκευη και το καλώδιο στο μπάνιο.
Κάλεσα την Κλαίρη.
Το σήκωσε νυσταγμένη.
Ελα, της είπα, σε έπαιρνα τηλέφωνο και εχθές. Που ήσουν;
Ειχα βγεί έξω, που είσαι, δεν ανέβηκες, σε περίμενα, ανησυχησα.
Κοίτα, τη είπα, ανέβηκα, αλλά κάτι έτυχε, είμαι αλλού, θα τα πούμε κάποια στιγμή.
Καλά είπε νυσταγμένα αυτή και το έκλεισε.
Βγηκα απο το μπάνιο και πλησίασα τη Δήμητρα.
Την χάιδεψα στο μπράστο.
Ανατρίχιασε και γύρισε να με κοιτάξει.
Της έδωσα ένα φιλί.
Να σου φτιάξω καφέ τη ρώτησα;
Τεντώθηκε και γύρισε ανάσκελα.
Τύλιξε τα χέρια της στην πλάτη μου.
Μετά, μου είπε.*
Με τράβηξε επάνω της και μου δάγκωσε με νάζι το λαιμό.
Πέταξα το σεντόνι στο κάτω μέρος του κρεβατιού και πήρα μια βαθιά ανάσα.
Μόνο στην Θεσσαλονίκη, είπα μέσα μου. Μόνο στη Θεσσαλονίκη.
-
The Following 14 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:
aristent (09-03-12), bill_m3 (08-03-12), GiannisRob (09-03-12), hades7 (08-03-12), imolarot (08-03-12), katsaraios (08-03-12), Lambros46 (08-03-12), Leonidas_E39 (08-03-12), Monsta (08-03-12), Nino (08-03-12), Ptboul (08-03-12), Skyline_IS (08-03-12), strof (08-03-12), Tsakirakos (08-03-12)
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP