Εμφάνιση αποτελεσμάτων : 1 έως 10 από 71

Θέμα: My American Story - Niggas Αφιερωμένο

Hybrid View

Προηγούμενο μήνυμα Προηγούμενο μήνυμα   Επόμενο Μήνυμα Επόμενο Μήνυμα
  1. #1
    Εγγραφή
    24-12-09
    Μηνύματα
    13.128
    Thanked
    23234
    Rides
    0

    Προεπιλογή

    Φύγαμε απο την πίστα με ανάμεικτα συναισθήματα.
    Ο πρώτος στόχος του ταξιδιού είχε εκπληρωθεί.
    Ο χρόνος τελικά ηταν με το μέρος μας, όπως επίσης και η τύχη.
    Σε ένα τόσο μεγάλο ταξίδι, με ένα τόσο παλιό αυτοκίνητο, με τόση ασχετοσύνη που είχαμε στο κεφάλι μας, σίγουρα η τύχη μας είχε βοηθήσει όχι μόνο να φτάσουμε, αλλά και να επιβιώσουμε απο όλες τις βλακείες που κάναμε στη διαδρομή.
    Φορέσαμε τα γυαλιά μας και ρίξαμε μια κασέτα στο στερεοφωνικό.
    Λοιπόν είπα, τελευταία φορά που την ακούμε, ΟΚ?
    Ο Λάμπρος συμφώνησε κουνώντας το κεφάλι του και έστριψε προς την έξοδο με προορισμό τον αυτοκινητόδρομο.
    Λίγο πριν τη διασταύρωση ήρθε η ώρα της απόφασης.
    Κοιμόμαστε πάλι σε μοτέλ και αρχίζουμε την επιστροφή ή κάνουμε την υπέρβαση και κατεβαίνουμε στο Μέμφις;
    Ο χάρτης ξαναβγήκε στο ταμπλώ και μετά απο μια σύντομη σύσκεψη ο νέος προορισμός αποφασίστηκε.
    Μέμφις λοιπόν. Home of The King, House of Cotton.
    Βγήκαμε στο δρόμο με τρελή διάθεση. Ο Λάμπρος πάταγε το γκάζι απότομα και το Πόντιακ στην κυριολεξία σηκωνόταν όρθιο. Ανοίξαμε τα παράθυρα και μας έπνιξαν οι μυρωδιές του Νότου.
    Ανάλογα με τον αέρα, η καμπίνα γέμιζε από το γλυκό άρωμα του καλαμποκιού, την ξερή αύρα από το χορτάρι και αρκετές φορές τη μπόχα της ξεραμένης κοπριάς.
    Ο ήλιος άρχισε να πέφτει προς την δύση και τα απέραντα χωράφια σκεπάστηκαν από ένα πορτοκαλί πέπλο ζέστης.
    Είχαμε ανοίξει πλέον και τα τέσσερα παράθυρα και ο ζεστός αέρας μας χτύπαγε στο πρόσωπο.
    Ένοιωθα απόλυτα χαλαρός και έτοιμος για αμέτρητα χιλιόμετρα, τόσο που πρότεινα να φύγουμε σερί για το Μέμφις, ακολουθώντας τη γνωστή μας τακτική, όπου νυστάξουμε την πέφτουμε.
    Ο Λάμπρος συμφώνησε και συνεχίσαμε μέχρι που άρχισε να πέφτει το σκοτάδι.
    Λίγο πριν ανάψουμε τα φώτα, επάνω στις τελευταίες ακτίνες του ήλιου, παρατήρησα πως η κίνηση είχε αραιώσει αρκετά και πως τα αυτοκίνητα γύρω μας ήταν διαφορετικά από ότι τα είχαμε συνηθίσει.
    Μεγάλα αγροτικά με ψηλές ρόδες, διπλακάμπινα με τεράστιες καρότσες, παλιά Ντοτζ και που και που κάποια Κάντιλακ η Πλύμουθ από την εποχή των δεινοσαύρων, μας πλησίαζαν και χάνονταν στο βάθος του δρόμου.
    Είχαμε μπεί για τα καλά στον Νότο.
    Το βράδυ έπεσε και παράλληλα ο δρόμος άρχισε να γίνεται πιο στενός και λιγότερο φωτισμένος.
    Δυό ώρες αργότερα οδηγούσαμε σε άδειες λωρίδες. Καμία σχέση με τον πανζουρλισμό των μεγάλων αρτηριών που είχαμε ταξιδέψει μέχρι τώρα.
    Διασταυρωθήκαμε με ελάχιστα αυτοκίνητα και προσπεράσαμε ακόμα πιο λίγα.
    Το ντεπόζιτο φλέρταρε με τα πρώτα του τέταρτα και παράλληλα μας είχε ζορίσει λίγο το κρύο.
    Παρόλο που κατεβαίναμε νότια, η νύχτα ήταν πιο ψυχρή, μάλλον από τα τεράστια χωράφια και τα ποτάμια που πέρναγαν μέσα τους.
    Ο Μισισιπής και οι παραπόταμοί του, έφτιαχναν ένα μικροκλίμα εντελώς διαφορετικό εκεί κάτω.
    Το παράξενο σε αυτή τη διαδρομή ήταν πως τα truck stops ήταν ελάχιστα και μέχρι τώρα δεν είχαμε βρει ούτε ένα μοτελ στο δρόμο.
    Πρέπει να ήταν γύρω στη 1 το βράδυ ή και αργότερα όταν η βενζίνη κατέβηκε στο κόκκινο, οπότε αποφασίσαμε πως έστω και με παράκαμψη, έπρεπε να βρούμε κάπου να γεμίσουμε.
    Πέρασε μάλλον μισή ώρα ακόμα αλλά μιας και ο δρόμος ήταν σχετικά άδειος είχαμε κάνει αρκετά μίλια για τοσο μικρό διάστημα, όταν η βελόνα έφτασε στο εντελώς άδειο, αλλά αυτό δεν μας ενδιέφερε πλέον.
    Δίπλα μας, σιωπηλός, αγέρωχος, γεμάτος ιστορίες και μνήμες κυλούσε ο Μισισιπής.
    Κάναμε στην άκρη και σβήσαμε τη μηχανή.
    Βγήκαμε από το αυτοκίνητο και πηδήξαμε τη μπαριέρα σχεδόν τρέχοντας προς την όχθη του.
    Φτάσαμε στην λασπωμένη του κοίτη και κοιτάξαμε προς τα κάτω.
    Ο ποταμός κατέβαινε σκοτεινός ανάμεσα στα δέντρα και στο βάθος, έλαμπε ολοζώντανο το Μέμφις.
    Ανάψαμε από ένα τσιγάρο και μείναμε λίγο εκεί κοιτώντας το θέαμα.
    Μεγάλε, είπα, this is it.
    Τεντωθήκαμε, πετάξαμε τις γόπες στο ποτάμι και μπήκαμε στο αυτοκίνητο.
    Σε λιγότερο από είκοσι λεπτά είχαμε φουλάρει βενζίνη και γυρνάγαμε στους φαρδιούς δρόμους της θρυλικής πόλης.
    Αποφασίσαμε να κάνουμε δυο περάσματα, ένα κάθετο και ένα οριζόντιο, ώστε να τσεκάρουμε τα σημεία που μας ενδιέφεραν.
    Μετά από τη βόλτα, τσιμπήσαμε δυό χοτ ντογκ από το δρόμο και μαζί με δυό κουτάκια dr. Pepper, αράξαμε στο καπώ της Πόντιακ και κόβαμε κίνηση.
    Ο νότος στο μεγαλείο του.
    Ακόμα και αρκετές ώρες μετά τα μεσάνυχτα, η πόλη ήταν φωτισμένη, αυτοκίνητα και φορτηγάκια ανεβοκατέβαιναν τους δρόμους και στα πεζοδρόμια, ένα μείγμα από λευκούς και μαύρους έφτιαχναν ένα πλήθος που θύμιζε μεσημεριανό διάλλειμα.
    Ξαναμπήκαμε στο αυτοκίνητο και παρκάραμε έξω από ένα bed and breakfast.
    Ο νυχτερινός υπάλληλος, χωρίς ταμπελάκι στο πουκάμισο, μας υποδέχθηκε.
    Ψηλός, μακρυμάλλης με καρώ πουκάμισο και γενάκι, μιλούσε με μια προφορά που μας έφερνε γέλια.
    Καβατζώσαμε δυό μπύρες και ανεβήκαμε σε ένα δίκλινο που θα νόμιζε κανείς πως βγήκε από τον εμφύλιο.
    Ο Λάμπρος έπεσε ξερός με τα ρούχα ενώ εγώ άνοιξα το παράθυρο, συρτό προς τα πάνω και ήπια τις μπύρες με την ησυχία μου χαζέυοντας το δρόμο.
    Λίγο αργότερα την έπεσα και εγώ με τα ρούχα.

    Το επόμενο πρωί ξυπνήσαμε από τη ζέστη.
    Μετά από ένα μισάωρο στη ντουζιέρα και μια πεντακάθαρη αλλαξιά ρούχα, κατεβήκαμε για το πρωϊνό που είχε τελειώσει.
    Δεν χαλαστήκαμε καθόλου.
    Βγήκαμε με τα σακίδια στο δρόμο και βάλαμε πλώρη για το πρώτο πλυντήριο που βρέθηκε τρεις γωνίες μετά.
    Βάλαμε σε ένα μηχάνημα τα τζην παντελόνια και τα μπουφαν μας, σε ένα άλλο όλα πακέτο τα εσώρουχα, κάλτσες και πουκάμισα και φύγαμε για καφέ.
    Ηπιαμε ένα ωραίο βραστό καφεδάκι σε ένα γωνιακό μαγαζί και χτυπήσαμε από δύο pancakes ο καθένας μας.
    Ανεφοδιαστήκαμε με τσιγάρα και έτσι όπως γυρίζαμε στο πλυντήριο, περάσαμε μπροστά από μια βιτρίνα με μπότες.
    Ένα μαγαζί ολόκληρο, γεμάτο μπότες.
    Μαύρες, καφέ, με τακούνι, με σπηρούνια, με ραφές, χαμός.
    Ταυτόχρονα και χωρίς να το κουβεντιάσουμε σπρώξαμε την πόρτα.
    Είκοσι λεπτά αργότερα, βγήκαμε πάλι έξω έχοντας τα all star σε σακούλες, ενώ στα πόδια μας φοράγαμε, ένα ζευγάρι καφέ τριμμένο δέρμα με λοξό τακούνι και ραφή στο πάνω μέρος εγώ και ένα ζευγάρι μαύρες με κρίκο στον αστράγαλο και ίσιο τακούνι ο Λάμπρος.
    Μάγκα μου, είπα, αυτό είναι πατούμενο.
    Yeeeeeehaaaaa φώναξε ο Λάμπρος και σκάσαμε στα γέλια.
    Με τις νέες μας μπότες και την ντόπια προφορά μας, γυρίσαμε να μαζέψουμε τα στεγνά ρούχα μας από το Laundromat και επιστρέψαμε στο αμάξι.
    Ρίξαμε τα σακίδια στο πορτ μπαγκαζ και φύγαμε για την κύρια μας αποστολή.
    Graceland home of the King και Gibson Factory home of sound.
    Τελικά όπως έδειξε το Μεμφις ήταν το Home of everything.

  2. The Following 13 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:

    A8hnaios (07-03-12), Dr. Yamastura (06-03-12), Eleni (07-03-12), imolarot (06-03-12), kostas 325 (07-03-12), Leonidas_E39 (06-03-12), Monsta (06-03-12), Nino (06-03-12), Panos 316T (06-03-12), Ptboul (07-03-12), Skyline_IS (06-03-12), Stathis (06-03-12), Thomelef (07-03-12)

Δικαιώματα - Επιλογές

  • Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
  • Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
  • Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
  • Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
  •  
BACK TO TOP