Πρώτος εχθρός: η θερμοκρασία
Ξεκινώντας από τη θερμοκρασία, πρέπει να εξετάσουμε δυο παραμέτρους:
1. Τη μέγιστη θερμοκρασία που μπορεί να επιτύχει ένας κινητήρας, και όταν μιλάμε για υπερτροφοδοτούμενους κινητήρες άμεσου ψεκασμού με προδιαγραφές ρύπων Euro 5 τότε μιλάμε για νούμερα που κατά συνθήκες φλερτάρουν ακόμα και με τους 1.000 οC.
2. Τις αλλεπάλληλες αυξομειώσεις θερμοκρασίας καυσαερίων: Ακόμη και το πιο απλό ατμοσφαιρικό μοτεράκι πόλης κάθεται στο φανάρι με "δροσερά" καυσαέρια της τάξης των 450 οC, φτάνει τους 550 οC συμπλεκτάροντας με πρώτη για να ξεκινήσει στο φανάρι, και μπορεί κάλλιστα να ξεπεράσει τους 750 οC μέχρι να κουμπώσει τρίτη, αν το φανάρι βρίσκεται σε καμία καλή ανηφόρα της Ανω Ηλιούπολης. Με το που θα σταματήσει στο επόμενο φανάρι, η θερμοκρασία θα ξαναπέσει στο 500άρικο σε λιγότερο από 30 δευτερόλεπτα! Είναι πολύ απλό: όσο πιο πολύ γκάζι πατάς, τόσο περισσότερη βενζίνη καις και, ως εκ τούτου, τόσο περισσότερη θερμότητα στέλνεις στην εξάτμιση. Ακόμα χειρότερο είναι το καψόνι της ψυχρής εκκίνησης. Με τις νέες προδιαγραφές εκπομπής καυσαερίων να απαιτούν από τον καταλύτη να βρίσκεται σε θερμοκρασία λειτουργίας (400 οC) σε λιγότερο από ένα λεπτό από την εκκίνηση του μοτέρ, τα συστήματα διαχείρισης χρησιμοποιούν πολύ επιθετικές στρατηγικές προκειμένου να "καψαλίσουν" την εξάτμιση. Καταλαβαίνεις, λοιπόν, το τεράστιο της θερμικής καταπόνησης, τόσο από πλευρά τιμής της θερμοκρασίας όσο και από πλευρά ρυθμού μεταβολής της. Ολες αυτές οι μεταβολές θερμοκρασίας προκαλούν σημαντικές διαστολές / συστολές στην εξάτμιση, και επιπλέον δυσχεραίνουν την αντοχή του μετάλλου, αφού ως γνωστόν, οι μηχανικές ιδιότητες οποιουδήποτε μετάλλου φθίνουν όσο αυξάνει η θερμοκρασία του.
Σαν να μην φτάνει αυτό, και κραδασμοί!
Ή, για την ακρίβεια, ταλαντώσεις! Μια εισαγωγή στις ταλαντώσεις του κινητήρα είχαμε κάνει στο προηγούμενο Know How, περί ζυγοστάθμισης κινητήρων. Πέρα λοιπόν από τις "αυτογενείς" ταλαντώσεις του κινητήρα, όπως λ.χ. αυτές που βλέπουμε με το μάτι όταν το μοτέρ δουλεύει στο ρελαντί ή αυτές που νιώθουμε στο αμάξωμα, ιδίως σε αυτοκίνητα με σχετικά σκληρές βάσεις κινητήρα, έχουμε και τις "εξωγενείς" ταλαντώσεις, αυτές που προκαλούνται από την κίνηση του αυτοκινήτου. Το μοτέρ λοιπόν κινείται πάνω στις ελαστικές του βάσεις εξαιτίας των ανωμαλιών του δρόμου, εξαιτίας της επιτάχυνσης/ επιβράδυνσης/ στροφής του αυτοκινήτου και φυσικά λόγω της σχέσης δράσης - αντίδρασης μεταξύ κινητηρίου συγκροτήματος και τροχών. Με άλλα λόγια, όταν πατάμε ή αφήνουμε γκάζι, οι ελαστικές βάσεις συγκρατούν τον κινητήρα, ώστε να περιστρέφονται οι ρόδες και όχι το μοτέρ μαζί με το σασμάν. Παρ' όλα αυτά, ο κινητήρας δεν είναι πακτωμένος στο αμάξωμα, και ως εκ τούτου η εξάτμιση, που είναι σταθερά συνδεδεμένη με τον κινητήρα, τον ακολουθεί σε αυτόν τον δύσκολο χορό. Ωστόσο, η εξάτμιση είναι "μπαλαντέρ" ανάμεσα σε δυο συστήματα: τον κινητήρα, που διαθέτει μια σχετική ελευθερία κίνησης, και το ακίνητο αμάξωμα, το οποίο τη φέρει και τη στηρίζει. Προκειμένου η εξάτμιση να μην κοπεί στα δυο, πρέπει να διαθέτει ελαστικά τμήματα και ελαστικές βάσεις.
Κι άλλες απαιτήσεις
Η εξάτμιση πρέπει να έχει αρχή και τέλος, προφανώς! Και δεν αναφερόμαστε μόνο στο σχήμα της, αλλά στη συμπεριφορά της ως αγωγού. Με άλλα λόγια, η εξάτμιση πρέπει να είναι στεγανή σε όλο της το μήκος και να μην έχει διαρροές στα σημεία που συνδέεται με τον κινητήρα ή που συνδέονται μεταξύ τους τα διάφορα εξαρτήματα. Αυτό δεν είναι και τόσο εύκολη υπόθεση, όσο αυτονόητο κι αν ακούγεται. Αρκεί να σκεφτείς τα όσα ήδη εξηγήσαμε για τις θερμοκρασίες λειτουργίας, την ανάγκη ελαστικότητας αλλά και το γεγονός ότι η θερμοκρασία της εξάτμισης μειώνεται όσο απομακρυνόμαστε από τον κινητήρα με κατεύθυνση προς την απόληξη. Προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο συνδυασμός αναγκών ελαστικότητας - στεγανότητας, οι εξατμίσεις χρησιμοποιούν διάφορες διατάξεις, όπως πλεκτούς συνδέσμους από συρμάτινες ίνες, σπειροειδή τμήματα (τα γνωστά "σπιράλ"), κωνικούς ή δακτυλιοειδείς συνδέσμους ("ζουάν"), βιδωτούς συνδέσμους με φλάντζες, περαστά τμήματα όπου τα εξαρτήματα ολισθαίνουν το ένα μέσα στο άλλο και ούτω καθεξής.
Επιθετικό περιβάλλον, αλλά και περιεχόμενο
Τα καυσαέρια περιέχουν οξειδωτικές χημικές ενώσεις, ενώ και η λειτουργία του καταλύτη παράγει σεβαστές ποσότητες νερού. Oλα αυτά, σε συνδυασμό με τις υψηλές θερμοκρασίες, δημιουργούν ένα άκρως διαβρωτικό cocktail, που κατατρώει τα μέταλλα της εξάτμισης, ιδίως όταν αυτή δεν είναι κατασκευασμένη από ανοξείδωτα υλικά. Επιπλέον, η έκθεσή της στο δρόμο, και μάλιστα σε απόσταση αναπνοής από αυτόν, σημαίνει ότι πάνω της καταλήγουν πάσης φύσης νερά και λάσπες και οτιδήποτε αυτά περιέχουν, όπως λ.χ. αλάτι σε περιοχές με χιονοπτώσεις. Και ενώ όλα αυτά αρκούν από μόνα τους για να διαβρώσουν οποιοδήποτε απροστάτευτο μέταλλο (δηλαδή που δεν είναι είτε ανοξείδωτο είτε προστατευμένο με γαλβανισμό, βαφή κλπ.), η παρουσία υψηλών θερμοκρασιών συντελεί στη διάβρωση, λειτουργώντας ως καταλύτης για τις οξειδωτικές χημικές αντιδράσεις.
Βάλλεται από παντού!
Δεν είναι τυχαίο ότι ξεκινήσαμε έτσι αυτό το Know How για τις εξατμίσεις. Δεν έχει νόημα να εξετάσουμε σχεδιαστικές παραμέτρους μεγεθών (μήκη, διάμετροι, πάχη υλικών κ.λπ.) αν δεν ξέρουμε πρώτα απ' όλα πώς πρέπει να κατασκευαστεί μια εξάτμιση από πλευρά "φυσιολογίας". Κρατήστε τις έννοιες "ροή", "αντίθλιψη", "στάθμη θορύβου" για τον επόμενο μήνα, οπότε θα αρχίσουμε να μιλάμε για "σωλήνες" και "καζανάκια". Οσο για την κυματική θεωρία της εξάτμισης, αυτή θα είναι το αποκορύφωμα του Know How και γι' αυτό θα σας αφήσουμε λίγο χρόνο να φρεσκάρετε τη Φυσική και τα Μαθηματικά σας!
![]()
![]()
![]()