-
Ξεκινήσαμε για την Graceland, αρκετά προβληματισμένοι.
Μέχρι τότε, τον Ελβις τον ξέραμε και τον ακούγαμε στα ραδιόφωνα, όποτε και εάν έπαιζαν κάποιο τραγούδι του. Είχαμε δεί και κάποιες ταινίες του, όπου έκανε το παληκάρι και τραγούδαγε όμορφα.
Όμως για εμάς ήταν ένας αντιφατικός ήρωας, καθώς η δική μας γενιά είχε προλάβει την παρακμή του και την σκοτεινή του πλευρά.
Από τη μία είχαμε τους αντιρρησίες του Βιετνάμ και τη ροκ κατάσταση, τον προβληματισμό στον στίχο και την πανκ σκηνή της Αγγλίας και από την άλλη τις μπαλάντες για την αγάπη και τα χωρίς νόημα για εμάς τραγούδια του Ελβις.
Κάποιες φορές μάλιστα, είχαμε αναρωτηθεί τι του έβρισκε ο κόσμος και τον συμπαθούσε.
Μια καρικατούρα με καμπάνα παντελόνι, φουλάρι και λαχούρια στο σακάκι, αλυσίδα χοντρή στο λαιμό.
Σήμερα το ίδιο αναρωτιέμαι για τους ράπερ και το bling bling παρουσιαστικό τους.
Φτάσαμε στη Graceland και μπήκαμε μέσα μουδιασμένοι.
Ολη η έπαυλη μου φάνταζε εντελώς κιτς. (Τότε δεν το λέγαμε κιτς βέβαια, το λέγαμε «βλάχικο»).
Διάφορα δωμάτια με κεντρικό θέμα, όπως μια ζούγκλα, ένα καθιστικό στυλ βικτωριανό παλάτι, μια κουζίνα εντλώς Pop art, όλα έδειχναν ένα γούστο λίγο επαρχιώτικο και λίγο βάρβαρο.
Το ίδιο είχα να πώ και για τα αυτοκίνητα του Βασιλιά, που ήταν παραταγμένα δίπλα. Μια ροζ κάντιλακ, ένα τεράστιο στέησιον, όπως επίσης και για τα περίφημα αεροπλάνα του (τότε ήταν μόνο το ένα παρκαρισμένο εκεί).
Όλα έδειχναν έναν βλάχο, που έκανε λεφτά και τα σπατάλησε με τέτοιο τρόπο ώστε να δείξει πως «τα έχει».
Είχα απογοητευτεί από ότι έβλεπα, μέχρι που βρεθήκαμε στον πραγματικό κόσμο του Ελβις.
Το δωμάτιο που λέγεται tv Lounge ήταν το πρώτο δωμάτιο που μου κίνησε το ενδιαφέρον. Το δεύτερο ηταν το «δικό» του καθιστικό.
Το TV Lounge, είναι ίσως το μοναδικό –αντρικό- δωμάτιο του σπιτιού, απλό και όμορφο με χρώματα καθόλου ενοχλητικά και άνετους καναπέδες. Όπως θα το έφτιαχνα και εγώ στο σπίτι μου.
Το ίδιο και η κρεβατοκάμαρα του. Η δική του κρεβατοκάμαρα.
Έδειχνε ένα ήρεμο μέρος, απλό και μπορούσα να κατανοήσω τις φόρμες που έβλεπα, σε αντίθεση με το υπόλοιπο σπίτι που ήταν γεμάτο παλαβά χρώματα, γούνες, πέτρες, πορσελάνες και ένα σωρό τσουμπλέκια.
Για πρώτη φορά κοίταξα τον οδηγό που είχα πάρει στην είσοδο και είδα πως όλο το σπίτι, το είχαν διακοσμήσει οι γκόμενες και οι γυναίκες του Ελβις.
Ξεκάθαρα, όλες τους είχαν χάλια γούστο.
Αυτό όμως που μου έμεινε, ή που θέλω να πιστεύω είναι πως τα δικά του δωμάτια, τα είχε διαλέξει ο ίδιος.
Με ανάμεικτα συναισθήματα, ψωνίσαμε από την είσοδο ένα 6pack με κασέτες του, που ξεκίναγαν από τα πρώτα του τραγούδια και έφταναν μέχρι το 75-76 που απλά έκανε επαναλήψεις.
Μπήκαμε στο αυτοκίνητο και συνεχίσαμε το tour μας, για το εργοστάσιο της Gibson, ακούγοντας μια από τις 6 κασετες.
Ξαφνικά, το τιριρίνι, οι black Sabbath και οι διάφοροι «ροκάδες» που ακούγαμε ως τότε, φάνηκαν σαν να μην κολλάνε στο περιβάλλον.
Ακούγοντας το always on my mind και παρατηρώντας τον κόσμο από το παράθυρο δεν νομίζω ότι τίποτα άλλο θα ταίριαζε στο μυαλό μου εκείνη την ώρα.
Αυτό συνεχίστηκε και με το are you lonesome tonight, που μου ξύπνησε μια διάθεση ηρεμίας και χαλάρωσης.
Με αυτά και με άλλα φτάσαμε στο Gibson Factory, όπου και πραγματικά χάσαμε την μπάλα.
Εκεί όχι μόνο είδαμε πραγματικούς τεχνίτες να φτιάχνουν στο χέρι τις διάσημες κιθάρες αλλά είχαμε και την ευκαιρία να ακούσουμε και τρομερούς βιρτουόζους να παίζουν – να κρασάρουν- που λένε τις κιθάρες αυτές στο play room, ώστε να πάρουν το πιστοποιητικό τους και να φύγουν για πώληση.
Μέχρι τότε νομίζαμε ότι καλή κιθάρα παίζει όποιος ανεβαίνει στην σκηνή και κάνει μπρουταλιές ρίχνοντας σόλα.
Εκεί ανακαλύψαμε ότι πραγματική κιθάρα παίζει όποιος με μία χορδή και ένα πάτημα βγάζει έξι ήχους.
Πραγματικά χαζέψαμε με ότι βλέπαμε και εγώ πέρασα δέκα λεπτά μπροστά από μια ακουστική που κόστιζε όμως όσο το ταξίδι μας και ίσως μαζί και το αμάξι με τις βενζίνες του.
Προχωρήσαμε προς την έξοδο και εκεί εφοδιαστήκαμε με νέες κασέτες, αυτή τη φορά με ονόματα όπως BB King, Screamin Jay, Chuck Berry και φυσικά Les Paul.
Εκεί μάλλον πρέπει να άλλαξαν και τα μουσικά μου γούστα, καθώς όλα αυτά μαζί με τον Ελβις τα ακούγαμε σε όλο το δρόμο, όπως και στο ταξίδι της επιστροφής.
Κάπου εκεί ήταν που έκλεισε ο κύκλος του τιριρινι και της περιγραφής των κομματιών ως – εκείνο που έχει το 5λεπτο σόλο – ή εκείνο που στο τέλος –σπάει την κιθάρα- και όλα απέκτησαν όνομα όπως επίσης και υποκατηγορία.
Εκεί μάλλον μπήκα και εγώ στην καλή πλευρά της μουσικής.
Κάτι σαν τον Ελβις και το δωμάτιο της τηλεόρασης ένα πράγμα.
Βγήκα από το φανταιζί σαλόνι και έμεινα μόνιμα στο Tv Lounge.
Καλή φάση.
Η υπόλοιπη μέρα, πέρασε με καλό φαγητό, την αγορά ενός παραδοσιακού ζιπο αναπτήρα που έχω ακόμα και σήμερα και με αρκετό ήλιο και διάθεση περιπλάνησης στο μεγάλο ποτάμι, τους δρόμους της πόλης και τα διάφορα μικρά ή μεγάλα μαγαζιά που πουλούσαν από σουβενίρ μέχρι βιβλία.
Σε αντίθεση με την Νέα Υόρκη ή το Κονεκτικατ, το Μέμφις ήταν μια χαλαρή πόλη, με χαλαρούς ανθρώπους, πολύ μουσική παντού και ένα μεγάλο ποτάμι να περνάει ανάμεσά της παρασέρνοντας θαρρείς όλα τα παράξενα του κόσμου και παίρνοντάς τα στο πουθενά, αφήνοντας πίσω μόνο ηρεμία.
Το βράδυ ήρθε και η απόφαση ήταν χαραγμένη στο μυαλό μας από νωρίς.
Θα ακούγαμε μουσικές μέχρι όσο αντέξουμε.
Παρκάραμε το αμάξι ξανά στο ξενοδοχείο και κατεβήκαμε στο κέντρο με τα πόδια.
Ευκαιρία να χαλαρώσουν και οι μπότες σκέφτηκα.
Στο downtown περάσαμε τουλάχιστον 5 ώρες, γυρίζοντας από μπαράκι σε μπαράκι και ακούγαμε διάφορους τύπους να ξεσκίζουν στην κυριολεξία τα δάχτυλά τους σε χορδές από κιθάρες, να παίζουν κλαρινέτο ή να ακολουθούν τους ρυθμούς των άλλως με πιάνο ή πιατίνια.
Ηταν σαν να άνοιγε το μυαλό μου και να έβλεπα πίσω από μια διάσταση που μέχρι τότε ήταν σαν τοίχος στα αυτιά μου.
Γυρίσαμε πίσω αργά το βράδυ, ελαφρώς τρεκλίζοντας και κάνοντας με το στόμα τους ήχους της κιθάρας ή του σαξόφωνου ανάλογα τι τραγούδι προσπαθούσαμε να θυμηθούμε.
Στο δρόμο για το ξενοδοχείο θυμάμαι ότι είχα τσεκάρει μια μαύρη τύπισα που έκανε πεζοδρόμιο και μάλλον ήταν ότι πιο όμορφο είχα δεί ως τότε.
Μιλάμε για απίστευτα σφιχτά πόδια που χάνονταν σε ένα μινι που λαμποκόπαγε από παγιέτες που θα έκαναν το σαλόνι του Ελβις να ντρέπεται.
Ένα ζευγάρι στήθια τόσο τουρλωτά και στρογγυλά που νόμιζες θα σπάσουν τις τιράντες που τα έκρυβαν στο μπλουζάκι της και είχε το μαλί της τραβηγμένο πίσω για να δείχνει ακόμα πιο έντονα τα χείλη της.
Προχώρησα προς το μέρος της και το θυμάμαι σαν τώρα όσο πλησίαζα, δυστυχώς τόσο ξενέρωνα καθώς αυτή είχε φροντίσει να κάθεται στη σκιά και να διαφημίζει την «πραμάτεια» όσο καλύτερα μπορούσε, κρύβοντας τα ελαττώματα της, που ήταν ο ανύπαρκτος κώλος της, η βρώμα και η δυσωδία της και το πρόσωπό της που ήταν σκαμμένο από την ακμή.
Με πέντε μπύρες ακόμα, φίλε θα την είχες πάρει μαζί σου, είπε ο Λάμπρος.
Και με πέντε λιγότερες, ούτε καν θα την κοιτάγαμε αδερφέ του είπα και εγώ.
Γελάσαμε ανεβήκαμε στο δωμάτιο και ταβλιαστήκαμε στα κρεβάτια μετά από έναν σύντομο σχεδιασμό της επόμενης ημέρας που θα σηματοδοτούσε και την επιστροφή μας, καθώς και τα χρήματα τελείωναν – ειδικά μετά την τρομερή σπατάλη του Μεμφις – αλλά και οι ημέρες δεν θα έφταναν για παραπάνω βόλτες μιας και είμαστε ηδη αρκετά νότια και πολύ έξω από τα νερά μας.
Την επόμενη μέρα την αφιερώσαμε στην προετοιμασία του αυτοκινήτου.
Έχοντας διανύσει όλη την απόσταση προς τα κάτω κάνοντας ένα σωρό παρακάμψεις για την πίστα και τις βόλτες είχαμε κάνει πολύ παραπάνω από την πραγματική απόσταση, την οποία υπολογίσαμε σε σκάρτες 18 ώρες οδήγησης για την επιστροφή μας.
Βάλαμε την Πόντιακ για πλύσιμο σε ένα μηχάνημα, κάναμε μόνοι μας το εσωτερικό με την σκούπα, αδειάσαμε ότι σκουπίδι είχαμε μαζέψει στο δρόμο, γεμίσαμε βενζίνη και κάναμε και μια αλλαγή σε μια τεράστια ποσότητα λαδιών που δεν θυμάμαι πια πόσο ήταν αλλά ηταν πολύ.
Η Πόντιακ γυάλιζε σαν καινούργια και μόλις μπήκαμε μέσα, ρίξαμε έναν Ελβις να παίζει τον πόνο του στο κασετόφωνο.
Φυλάξαμε τα «παράξενα» μπλουζ για πιο αργά που θα είχαμε κούραση.
Ο σκοπός ήταν να –φάμε γρήγορα- τη μισή διαδρομή μέχρι τη Βιρτζίνια και τη Σάρλοτσβιλ η οποία τελικά αποδείχθηκε πως δεν είναι τίποτα παραπάνω από ένα χωριό της Αμερικής χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο να δείς, αλλά και τίποτα το ιδιαίτερο να σε ενοχλήσει.
Σε μια διαδρομή χωρίς απρόοπτα, φτάσαμε σε μια άγευστη πόλη, κάναμε έναν ήρεμο ύπνο στα καθίσματα του αυτοκινήτου, ξηπνήσαμε πάλι ενώ νύχτωνε και αποφασίσαμε πως ούτε σαν συνταξιούχοι δεν θα είχαμε κάτι να κάνουμε σε αυτή τη γωνιά της γης.
Εχοντας λοιπόν γεμίσει μπαταρίες και προσπαθώντας να ξαναφτιάξουμε ηθικό περιπέτειας, αποφασίσαμε πως πριν τα τελευταία μίλια που μας χώριζαν από το σπίτι έπρεπε να περάσουμε και από την Νέα Υόρκη για μια κλασική διανυκτέρευση που θα περιλάμβανε οπωσδήποτε πολύ ποτό, πολύ ποτό και πολύ ποτό.
Τιριρινι δεν ακούγαμε πλέον για να βάλουμε στο κασετόφωνο, αλλά και ένας Κλάπτον ήταν τέλειος για την περίπτωση.
Ξεκινήσαμε λοιπόν, χωρίς γυαλιά, με καουμπόικες μπότες, την παλιά μας Πόντιακ και δύο ζευγάρια κάλτσες ακόμα αφόρετα για το Big Apple
-
The Following 14 Users Say Thank You to Stamatis For This Useful Post:
120ie87 (06-03-12), A8hnaios (07-03-12), Dr. Yamastura (06-03-12), imolarot (06-03-12), kostas 325 (07-03-12), Leonidas_E39 (06-03-12), Monsta (06-03-12), Nino (06-03-12), Panos 316T (06-03-12), Ptboul (07-03-12), Skyline_IS (06-03-12), Stathis (06-03-12), Thomelef (07-03-12), trueno (07-03-12)
Δικαιώματα - Επιλογές
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε νέα θέματα
- Δεν μπορείτε να απαντάτε σε θέματα
- Δεν μπορείτε να δημοσιεύετε συνημμένα
- Δεν μπορείτε να επεξεργάζεστε τις δημοσιεύσεις σας
-
Κανονισμός του Φόρουμ
BACK TO TOP