αύγουστος του 97, τελευταία επίσκεψη που είχα κάνει στη μύκονο. μετά απο 8 συνεχόμενες ημέρες τρελής κρεπάλης, ύπνο 3-4 ώρες την ημέρα και 5-6 κιλά κάτω σε σχέση με την ημέρα άφιξης, έρχεται η πολυπόθητη μέρα του γυρισμού. είχαμε κουραστεί τόσο πολύ, που φοβόμασταν και οι 5, ότι έτσι και μέναμε άλλες 10 μέρες θα εξατμιζόμασταν.
μαζεύουμε πράγματα απογευματάκι και κατηφορίζουμε προς λιμάνι για να πάρουμε το καράβι που τότε η γραμμή ήταν απευθείας για σαλόνικα.
στο κέντρο και ενώ έχουμε ώρα, γίνεται παιχνίδι με 2 ιταλίδες σε ένα μαγαζάκι που κάτσαμε να πιούμε ένα τελευταίο ποτάκι. με τα πολλά, οι ιταλίδες μας λένε ότι είναι με άλλες 2 φίλες τους και δείχνουν μάλιστα και πρόθυμες για ιστορία. αποφασισμένες για όλα, έτσι ώστε να έχουν ιστορίες να διηγούνται στις φίλες τους όταν επιστρέψουν. εδώ να επισημάνω, ότι όλοι μας είμασταν χωρίς ούτε 10 δραχμές επάνω μας, ενώ είχαμε φάει πάνω απο 200 χιλιάδες ο καθένας απο μας. στο ενδιάμεσο είχαμε πάει στην τράπεζα 2 φορές ο καθένας για να πάρουμε φράγκα που μας έβαζαν οι γονείς μας, ενώ μοναδικό μέσο επικοινωνίας, ήταν ένα ΝΟΚΙΑ που είχα εγώ διακοσμητικό τελείως τότε, μόνο για περιπτώσεις ανάγκης.
με τα πολλά μας παίρνει η ώρα με τις 2 ιταλίδες και μας λένε να πάμε στο ενοικιαζόμενο τους για να γνωρίσουμε και τις άλλες δυο. υπήρξε μια στιγμή διαμάχης μιας και το καράβι σε 15 λεπτά έφευγε, αλλά τελικά αποφασίσαμε ότι θα πηγαίναμε να αλλάξουμε τα εισητήρια αν γίνεται.
ξεκινάμε και πάμε με τα πόδια. ευτυχώς που ήτανε κοντά. μπαίνουμε μέσα, αμήχανες οι άλλες δύο. σε κάποια φάση έχουμε μείνει μόνοι μας, αυτές είναι έξω και καταλαβαίνουμε απο τον τόνο ότι μαλώνουν.
μπαίνουν οι 2 που γνωρίσαμε και μας λένε ότι πρέπει να φύγουμε γιατί οι φίλες τους φοβούνται. μα, μου, καλά περνάμε, κάτσαμε. ενώ χαλάρωσε η φάση, κάποια στιγμή μας καλυνήχτησαν.
μόνοι με τις βαλίτσες, στο κέντρο της μυκόνου. βρήκαμε ένα σοκάκι κατά τις 3-4 το πρωί περίπου, με ένα ταβερνάκι που είχε σαν καθήσματα ένα φαρδύ πεζούλι. τσάντες για μαξιλάρι και δώστου.
κατά τις 7 το πρωί μια γιαγιά απο πάνω μου, συζητούσε με τον άντρα της, αν ήταν καλή ιδέα να φέρει κουβέρτα να με σκεπάσουν μιας και είχε τυλιχτεί σαν φίδι στο πεζούλι...να ανοίξει η γη να με καταπιεί. τες πα, πάει και αυτόοοοοο...
γραμμή για να δούμε τι θα κάνουμε με το καράβι. μετά λύπης πληροφορηθήκαμε ότι επόμενο πλίο για σαλόνικα ήταν μετά απο 5 ή 4 μέρες...το μοναδικό λέει που παίζει, είναι κατάστρωμα για ραφήνα σε μια ώρα και κάνουν τόσο...σαν απο θαυμα εκείνη την ώρα, βγάζει ο μλκς ο αντώνης την καβάτζα του και πληρώνει για όλους και του μένουν 100κάτι δραχμές.
ανεβαίνουμε οι βλάκες όλο χαρά πάνω στο παπόρι, λες και πηγαίναμε σαλόνικα.
φτάνουμε ραφήνααααααα...ωραία. και τώρα τι κάνουμε? κάτσε ρε μλκς να βγάλω το τηλ απο την τσάντα. είμασταν κυριολεκτικά 5 μαλάκες άφραγκοι, άυπνοι, 15υγουστο, 600 χιλ απο τα σπίτια μας.
πείραμε παντού τηλ, δεν βρήκαμε κανέναν...σε κανένα σπίτι, ούτε σε εξοχικά, ούτε σε κανονικές κατοικίες.
ξεκινάμε να μιλάμε με ταρίφες. 150κ ο ένας, 120 ο άλλος, 80 κάποιος άλλος και ξεκινάει να γίνεται της πόπης με τους αθηναίους ταρίφες που μάλωναν με τους ραφινιώτες, για το ποιός θα μας πάρει.
εκεί που καθόμαστε τελείως απογητευμένοι σε ένα πεζοδρόμιο, σκάει ένα ταξί και ανοίγει την πόρτα του συνοδηγού.
εσείς είστε που θέλετε να πάτε σαλόνικα? ναι...με 80κ είστε εντάξει? εντάξει λέμε εμείς. ελάτε.
μπαίνουμε μέσα, 4 πίσω και εγώ μπροστά...που πάμε ρε πστ μου αναρωτήθηκα. τι σκατά έχουμε κάνει...που έχουμε μπλέξει πάλι με τους μλκς. πρέπει να ξεκόψω, όλο σε ιστορίες μπλέκουμε. κακή επιρροή ο ένας για τον άλλο. στο μεταξύ προσπαθούμε με το τηλ, μέχρι που τελείωσε η μπαταρία.
ήταν ενα μικρο καράβι, κτλ κτλ, πιάνουμε περιφερειακό απο λαχαναγορά. μου φαινόταν απίστευτο. δεν το πίστευα.
αμέσως ανασκουμπώθηκα, πείρα τα πάνω μου, αλλά μετά σκέφτηκα και τώρα τι κάνουμε...
πω ρε πστ μου...πως έγινε έτσι η σαλόνικα ρε. 20 χρόνια έχω να'ρθω λέει ο ταρίφας. περνάει κάνα 10λεπτο, αρχίζει ο αντώνης να δίνει οδηγίες. απο'δω, απο'κει, εδώ όπου βολεύει σταματήστε. κοντά στο σπίτι του μεν, αλλά όχι εκεί. κάνα ενάμιση χιλιόμετρα μακρυά στα κωνσταντινοπολίτικα.
μένει ο τεο μέσα και του λέει να ανηφορίσει προς πανόραμα, για να του δώσει τα λεφτά στο σπίτι, και μετά να τον ξαναγυρίσει πίσω στο σπίτι του αντώνη, ντεμέκ είχαμε κανονίσει βίζιτες μιας και το σπίτι θα ήταν άδειο.
κατεβάζουμε τα πράγματα όλα και φεύγει ο τεο με τον ταρίφα. με τα πολλά, τον ανέβασε τον άνθρωπο σε ένα σημείο όπου υπάρχει φράχτης κάπου στην καμπουρίδου για όποιον γνωρίζει και την έκανε. πείρε το αμάξι του πατέρα του και γύρισε στο σπίτι του αντώνη...ειλικρινά δεν κατάλαβα πότε έγινε όλο το κονε στο πίσω κάθισμα για το τι θα κάνουμε.
ειλικρινά ντρέπομαι για αυτό που κάναμε, ήταν μεγάλη αμαρτία. ελπίζω να'ναι καλά αυτός ο άνθρωπος και να του χαμογέλασε η τύχη, γιατί το ότι βρεθήκαμε στον δρόμο του, ήτανε μεγάλη ατυχία.