Αρχικό μήνυμα απο
S8N
Εντάξει λοιπόν, κατοχυρώθηκε.
Ο Πάνος κάθε πρωί θα ξυπνάει στις 4.30 για να πάει με ΜΜΜ από τον Γέρακα στο Intercontinental. Θα παίρνει το σαουντιτσάκι του, θα το βάζει στον χαρτοφύλακα και θα στήνεται με τις ώρες στη στάση του λεωφορείου περιμένοντας σαν παγοκολώνα το χειμώνα ή σαν λιωμένο παγωτό το καλοκαίρι. Ο κάθε παπάρας που περνά θα πέφτει επίτηδες στη λακκούβα μπροστά στη στάση η οποία είναι γεμάτη νερό και τον κάνει σώβρακο, αλλά μες στη ζωή είναι κι αυτά.
Τις ελάχιστες μέρες κατά τις οποίες δε θα απεργούν τα ΜΜΜ, θα στριμώχνεται σα σαρδέλα στα σκαλοπάτια μυρίζοντας τη μασχαλίλα, τον καβάλο και τον πισινό του κάθε άπλυτου την ίδια ώρα που ο εκ δεξιών του θα του βάζει χέρι και ο εξ' αριστερών του θα του κλέβει το πορτοφόλι. Θα παρακαλά κάποιον να του χτυπήσει το εισητήριο, το οποίο για να φτάσει στο ακυρωτικό μηχάνημα πρέπει να αλλάξει 48 χέρια. Κάπου στη διαδρομή σκαντζάρεται με άλλο, ληγμένο, κι έτσι ο φίλος μας τρώει που και που και κανα πρόστιμο.
Το λεωφορείο κάνει στάση κάθε 40m και ο Πάνος αναγκάζεται να κατεβαίνει προκειμένου να αποβιβαστούν οι επιβάτες -συνήθως ηλικιωμένοι- οι οποίοι διαπιστώνουν ότι έφτασαν στον προορισμό τους μόλις ανοίξουν οι πόρτες. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα μέσα στο λεωφορείο γίνεται χειρότερη όταν κάποιος πέρδεται, ενώ η ανάσα του διπλανού με τα 30 χαλασμένα δόντια που έχει φάει παστουρμά την προηγούμενη μέρα δε βοηθά ιδιαιτέρως. Κάποιος άλλος φταρνίζεται και κάπως έτσι εξαπλώνεται και ο έμπολα στην Αττική. Σε κάποια στάση ανεβαίνει ο γνωστός με τα 5 άρρωστα παιδιά που πρέπει να νοσηλευτούν στo Μεμοριαλ της Νέας Υόρκης και σου ζητά να δώσεις ό,τι μπορείς, κουνώντας μες στα μούτρα σου ένα απόκομμα εφημερίδας που εξιστορεί την τραγική πορείας της μίζερης και άδικης ζωής του. "ΣΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑΑςςςς Παρακαλώωωωωωωωω...."
Ο φίλος μας φτάνει κάποια στιγμή στον σταθμό του μετρό όπου το ταξίδι αναμένεται να γίνει πιο απολαυστικό. Αφού φροντίσει να μη σκοτωθεί στα γλυστερά βρεγμένα μάρμαρα, κατεβαίνει με τα πόδια στην αποβάθρα (γιατί όλες οι κυλιόμενες ανεβαίνουν για έναν περίεργο λόγο) όπου συνωστίζεται περιμένοντας το συρμό. Αυτός φτάνει κάποια στιγμή, αλλά ο Πάνος δεν προλαβαίνει ν' ανέβει. Στον επόμενο τα καταφέρνει αλλά είναι με τη μούρη κολλημένη στην πόρτα, η οποία κλείνει μετά από 24 προσπάθειες και αρκετές μουρμούρες από τους καθιστούς επιβάτες οι οποίοι αναρωτιούνται προς τι τόση βιασύνη: "Δε μπορούσε να περιμένει το επόμενο?". Τα πρόσωπα τριγύρω είναι σκυφτά και μουντζούφλικα, ό,τι χρειάζεται δηλαδή για να ξεκινήσει καλά η μέρα. Στην επόμενη στάση ανεβαίνει ένας ποδηλάτης με το mountain bike του και του καρφώνει τα shimano στα πλευρά, ενώ στη μεθεπόμενη ένας κυριούλης με δυο μυρωδάτες μπλε σακκούλες ψάρια από την ψαραγορά.
Γύρω στις 7.00 ο Πάνος φτάνει στη στάση Συγγρού. Ανεβαίνει στην επιφάνεια τρέχοντας, με την ίδια λαχτάρα που κάποιος αναζητά αέρα μετά από μακροβούτι 3 λεπτών. Περπατώντας έξω από το ερειπωμένο fix ακούει έναν θόρυβο. Κάτι του θυμίζει από τα παλιά. Μην είναι ο 5κύλινδρος της Audi που είχε ακούσει κάποτε στο Acropolis? Εκείνη την ώρα περνά ο S8N με το μεταχειρισμένο RS2 που αγόρασε όταν έκαναν την Ε60 του τενεκεδάκια Coca Cola στον Αρχιμήδη-Νεονάκη. Φαίνεται ατσαλάκωτος μέσα στο κλιματιζόμενο δερμάτινο σαλόνι, ενώ μια γλυκιά μελωδία ξεχύνεται από τα ηχεία του ηχοσυστήματος.
"Πφφφφ", σκέφτεται ο Πάνος, "τον μαλάκα, κοίτα που ξέπεσε. Χωρίς BMW δεν υπάρχει οδηγικό μέλλον ρεεεεεεεε! Ζήτω τα ΜΜΜ!"